ἱεροφάντης

From LSJ
Revision as of 23:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροφάντης Medium diacritics: ἱεροφάντης Low diacritics: ιεροφάντης Capitals: ΙΕΡΟΦΑΝΤΗΣ
Transliteration A: hierophántēs Transliteration B: hierophantēs Transliteration C: ierofantis Beta Code: i(erofa/nths

English (LSJ)

Ion. ἱρ-, ου, ὁ, (φαίνω)    A hierophant, one who teaches rites of sacrifice and worship, ἱ. τῶν χθονίων θεῶν Hdt.7.153; of the initiating priest at Eleusis, IG12.76.24, al., Lys.6.1, Is.7.9, Plu.Alc.33; at Rome,= pontifex, D.H.2.73, 3.36; of the pontifex maximus, Plu.Num.9; of the Jewish High Priest, Ph.2.322; of Moses, Id.1.117; later, mystical expounder, ἱ. τῆς τετρακτύος Hierocl.in CA20p.466M.

German (Pape)

[Seite 1243] ὁ, den heiligen Opfer- u. Gottesdienst zeigend, lehrend; der in Mysterien einführt, bes. der Vorsteher der eleusinischen Geheimnisse; in ion. Form ἱροφάντης Her. 7, 153; Is. 7, 9; Paus. 4, 26, 2; Plut. Num. 9 nennt so den pontifex maximus der Römer; vgl. D. Hal. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφάντης: Ἰων. ἱροφάντης ου, ὁ, (φαίνω) ὁ διδάσκων τὴν τάξιν τῶν θυσιῶν καὶ τῆς λατρείας, ὡς τὸ ἱερομνήμων, ἱρ. τῶν χθονίων θεῶν Ἡρόδ. 7. 153· ὁ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια μνῶ ἱερεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 48, Λυσ. 103. 21, Ἰσαῖ. 64. 18, Πλουτ. Ἀλκιβ. 33· ἐν Ἀθήναις, θρησκευτικός τις ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 188, 190-4, 197, κ. ἀλλ.· ἐν Ρώμῃ, ὁ Pontifex Maximus, Διον. Ἁλ. 2. 73., 3. 36· ὁ δὲ μέγιστος τῶν Ποντιφίκων, οἷον ἐξηγητοῦ καὶ προφήτου, μᾶλλον δὲ ἱεροφάντου τάξιν ἐπέχει Πλουτ. Νουμ. 9· κατὰ τοὺς χριστιανικοὺς χρόνους, ἱερεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1068. 13. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροφάντης· μυσταγωγός, ἱερεὺς ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», πρβλ. Πολυδ. Α΄, 35.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hiérophante, prêtre qui explique les mystères sacrés ; initiateur aux mystères ; à Rome le grand pontife.
Étymologie: ἱερός, φαίνω.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων. τ. ἱροφάντης, θηλ. ἱεροφάντις και ἱεροφάντρια)
νεοελλ.
μτφ. βαθύς μύστης κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν ιεροτελεστία (α. «ιεροφάντης της ιατρικής» β. «ιεροφάντης της τέχνης»)
αρχ.
1. αυτός που διδάσκει την τάξη τών θυσιών και της λατρείας (α. «ἱεροφάντης
μυσταγωγός, ὁ ἱερεύς ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», Ησύχ.
β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», Ηρόδ.)
2. ανώτατος ιερατικός άρχοντας της λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα
3. επιγρ. ένας θρησκευτικός άρχοντας στην Αθήνα
4. (στη Ρώμη) α) ο αρχιερέας (pontifex)
β) ο μέγας αρχιερέας (pontifex maximus)
5. ο αρχιερέας τών Εβραίων
6. (για τους χριστιανούς) ο ιερέας
7. μυστικός εξηγητής, ερμηνευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) + -φαντης (< φαίνω)
πρβλ. συκο-φάντης, υδρο-φάντης.

Greek Monotonic

ἱεροφάντης: Ιων. ἱρ-, -ου, ὁ (φαίνω), ιεροφάντης, αυτός που διδάσκει την τάξη των τελετών της θυσίας και της λατρείας, σε Ηρόδ., Πλούτ.· στη Ρώμη, ο Μέγιστος των Ποντιφίκων (Pontifex Maximus), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροφάντης: ион. ἱροφάντης, ου ὁ
1) иерофант, верховный жрец (τῶν χθονίων θεῶν Her.; θεῶν Plut.);
2) (у римлян pontifex maximus) верховный жрец Plut.

Middle Liddell

φαίνω
a hierophant, one who teaches the rites of sacrifice and worship, Hdt., Plut.:—at Rome, the Pontifex Maximus, Plut.