ἄχορος
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ον, A without the dance, epith. of Ares, to mark the horrors of war, A.Supp.681 (lyr.); of death, μοῖρ' . . ἄλυρος, ἄ. S.OC1222 (lyr.); ἄ. στοναχαί v.l. in E.Andr.1037 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 419] ohne Reigentänze, θυσία Plut. de aud. poet. 2; traurig, μοῖρα Soph. O. C. 1224; στοναχὰς ἐμέλποντο Eur. Andr. 1038; – Ἄρης, der sich an Tänzen nicht ergötzt, Aesch. Suppl. 638.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχορος: -ον, ὁ ἄνευ χοροῦ, ἐπιθ. τοῦ Ἄρεως, δηλοῦν τὴν φρίκην τοῦ πολέμου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 635,681· περὶ τοῦ θανάτου, μοῖρ’... ἄλυρος, ἄχ. Σοφ. Ο.Κ.1223· ἄχ. στοναχαί Εὐρ. Ἀνδρ. 1038.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non accompagné de danses ; triste, affreux.
Étymologie: ἀ, χορός.
Spanish (DGE)
-ον
ajeno, hostil a los coros festivos ἄχορον ἀκίθαριν ... Ἄρην A.Supp.681, Μοῖρ' ... ἀνυμέναιος ἄλυρος ἄ. S.OC 1222
•que no tiene coros festivos ἄχορον οἰκοῦσι χθόνα E.Cyc.124, θυσίαι Plu.2.16c
•ἀχόρους· κακοχόρους Hsch. (sobre la v.l. ἀχόρους στοναχάς en E.Andr.1037).
Greek Monolingual
ἄχορος, -ον (Α)
ο δίχως χορό, θλιβερός.
Greek Monotonic
ἄχορος: -ον, αυτός που στερείται χορού, λέγεται για το θάνατο, σε Σοφ.· μελαγχολικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄχορος:
1) не сопровождаемый плясками (θυσίαι Plut.);
2) чуждый плясок, т. е. безрадостный, мрачный (Ἄρης Aesch.; μοῖρα Soph.; στοναχαί Eur.).
Middle Liddell
without the dance, of death, Soph.: melancholy, Eur.