διαπνοή

From LSJ
Revision as of 00:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπνοή Medium diacritics: διαπνοή Low diacritics: διαπνοή Capitals: ΔΙΑΠΝΟΗ
Transliteration A: diapnoḗ Transliteration B: diapnoē Transliteration C: diapnoi Beta Code: diapnoh/

English (LSJ)

ἡ, A outlet, vent for the wind, Arist.Mete.368b9: pl., gap, interstice, Erot. s.v. διαρόλχας; pores, Aret.CA2.7; organs of respiration, Id.SA1.5. II exhalation, Thphr.CP16.6. III transpiration, Hp.Alim.28, Alex.Aphr.Pr.2.60, Gal.15.180, Aret. SA1.10; of vapours or humours, Id.CA1.1, CD2.13. IV expulsion of flatus, Id.SD2.8.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, 1) das Durchwehen, Arist. meteor. 2, 8. – 2) das Ausathmen, Ausdünsten, Plut., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

διαπνοή: ἡ, δίοδος, τόπος πρὸς ἔξοδον τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 38· οὕτω διάπνοια Πολυδ. Β΄, 219, Γεωπ. 7. 6, 10. ΙΙ. ἐξάτμισις, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 16, 6· ἱδρώς, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
transpiration, évaporation.
Étymologie: διαπνέω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I paso, salida del aire ἡ γῆ ... οὐκ ἔχει διαπνοὴν οὐδεμίαν Hp.Nat.Puer.24, διὰ τὸ τὴν θάλατταν μὴ διδόναι διαπνοὴν τῷ πνεύματι al no dejar el mar paso al aire Arist.Mete.368b9, cf. Gr.Nyss.Hom. in Cant.169.13
medic. en plu. vías respiratorias ἢν ... κλύδων δὲ ὑγρῶν ἀναπνέῃ ἐς τὰς διαπνοάς si la corriente de líquidos sube a las vías respiratorias Aret.SA 1.5.
II abstr.
1 transpiración del cuerpo humano τὰ ὑγρὰ εὔροα, καὶ πολλὴ ἡ δ. Aret.SA 1.10, τὸ δ' (ἔλαιον) οὐκ ἔχον διαπνοὴν ὑπὸ συνεχείας Plu.2.702c, cf. Gal.15.180, Alex.Aphr.Pr.2.60.
2 evaporación ὥστε διὰ πάντων εἶναι τὴν εὐωδίαν, λεπτότητός τε, καὶ χωρισμοῦ καὶ διαπνοῆς de forma que por todas estas cosas se produce la fragancia, por la ligereza, la separación y la evaporación del vino, Thphr.CP 6.16.6.
3 disipación, expulsión c. gen. δ. τῶν ἐν τῷ θώρηκι ἀτμῶν expulsión de los gases del pulmón Aret.CA 1.1.20, τῶν κακῶν χυμῶν Aret.CD 2.13.9, cf. SD 2.8.2.

Greek Monolingual

η (Α διαπνοή) διαπνέω
η αποβολή υδρατμών και διοξειδίου του άνθρακα μέσω τών πόρων τών φυτών, τών ζώων και του ανθρώπου και η πρόσληψη οξυγόνου
νεοελλ.
φρ. «άδηλος διαπνοή» — η διαπνοή, επειδή ποσοτικώς αντιστοιχεί προς το ένα εκατοστό της αναπνοής που συντελείται με τους πνεύμονες
αρχ.
1. δίοδος για το πέρασμα του ανέμου
2. εξάτμιση.

Russian (Dvoretsky)

διαπνοή:
1) проток воздуха (διαπνοὴν διδόναι τῷ πνεύματι Arst.);
2) испарение (τὸ οὐκ ἔχον διαπνοὴν παλαιοῦται Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπνοή -ῆς, ἡ [διαπνέω] transpiratie.