παρορμώ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
Greek Monolingual
(I)
παρορμῶ, -άω, ΝΜΑ ορμώ
παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τον παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.)
αρχ.
1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος
2. παθ. παρορμῶμαι
είμαι πρόθυμος, έχω την τάση ή τη διάθεση να κάνω κάτι («οἱ... ἡγεμόνες... παρωρμήθησαν ἐπὶ τὴν στρατείαν», Πολ.).
(II)
-έω, Α
(για πλοίο) είμαι αγκυροβολημένος δίπλα σε άλλο (α. «τῶν παρορμούντων πλοίων τὰ μὲν συνέτριψε...», Διόδ. Σικ.
β. «ἔτυχον ἐν Ῥόδῳ πειρατὰς παρορμοῡντας αὐτοῑς», Ξεν. Εφέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὁρμῶ (< ὅρμος), πρβλ. προσ-ορμώ].