οδοποιώ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Greek Monolingual
ὁδοποιῶ, -έω (Α) οδοποιός
1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.)
2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.)
3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε χωρί' ἐλυμήνατο καὶ μᾱλλον ὡδοποίει», Δημοσθ.)
4. (το παθ.) ὁδοποιοῦμαι -έομαι
(για οδό) καθίσταμαι κατάλληλος για χρήση ή για διάβαση
5. μτφ. τακτοποιώ, διορθώνω
6. χρησιμεύω ως οδηγός κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», Ξεν.)
7. (το μέσ.) (για στρατό) ανοίγω δρόμο για να περάσω.