πρόκληση

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η / πρόκλησις, -εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. -ιος, Α προκαλῶ
1. η ενέργεια του προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη του πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες αποτελούν πρόκληση»)
2. (αττ. δίκ.) διαδικασία με την οποία καλούσε ο ένας από τους διαδίκους τον άλλο να συμβιβαστεί με διαιτησία, να λύσει την αμφισβητούμενη υπόθεση με έναν απλό όρκο ή να παρουσιάσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο κατείχε
νεοελλ.
1. πρόσκληση για αναμέτρησηπαλιά, το να ρίχνεις το γάντι ήταν πρόκληση για μονομαχία»)
2. παραγωγή αποτελέσματος («ο σεισμός είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση μόνο υλικών ζημιών»)
3. (οπλομαχ.) δυνατό χτύπημα του ποδιού του οπλομάχου στο έδαφος για να προκαλέσει την επίθεση του αντιπάλου
4. φρ. «πρόκληση εις αγωγήν»
(νομ.) το δικόγραφο με το οποίο προκαλείται αυτός προς τον οποίο απευθύνεται να εγείρει αγωγή σε ορισμένη προθεσμία
αρχ.
1. κλήση, πρόσκληση («προκλήσεις σάλπιγγος», Ιώσ.)
2. πρόταση, προσφορά
3. (ως δικαν. όρος) α) πρόταση του ενός διαδίκου στον άλλο, με την οποία μπορεί να λυθεί η διαφορά, πρόταση συμβιβασμού της διαφοράς
β) πρόταση κατά την οποία δέχεται κάποιος να αποδείξει με όρκο την άποψή του
4. φρ. α) «πρόκλησιν προκαλεῑσθαι» — κάνω τέτοια πρόταση
β) «πρόκλησιν φεύγειν» — αποφεύγω τέτοια πρόταση.