μορφόω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A give shape or form to, γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα Aen.Tact.40.4, cf. Arat.375:—Pass., receive shape or form, Thphr.CP5.6.7, Plu.2.1013c, etc.; ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν Ep.Gal.4.19.
German (Pape)
[Seite 209] gestalten, bilden, abbilden, Sp., wie N. T.; θεόν, Poll. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
μορφόω: μορφώνω, δίδω μορφὴν ἢ σχῆμα εἴς τι, Ἄρατ. 374, Ἀνθ. Π. 1. 50, Κλήμ. Ἀλ. 760 σχεδιάζω, εἰκονίζω, Ἀνθ. Π. 1. 33. - Παθ., λαμβάνω μορφὴν ἢ σχῆμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 7, Πλούτ. 2. 1013C, κτλ.· ΙΙ. μετὰ διπλῆς αἰτ., σποδιήν... ἄνδρα μ., σχηματίζειν αὐτὴν εἰς..., Χρησμ. Σιβ. 4. 177.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner une forme à, figurer, représenter, acc. ; Pass. prendre une forme.
Étymologie: μορφή.
English (Strong)
from the same as μορφή; to fashion (figuratively): form.
English (Thayer)
μόρφω: 1aor passive subjunctive 3rd person singular μορφωθῇ; (cf. μορφή, at the beginning); to form: in figurative discourse ἄχρις (T Tr WH μέχρις, which see 1a.) οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν, i. e. literally, until a mind and life in complete harmony with the mind and life of Christ shall have been formed in you, Aratus, phaen. 375; Anth. 1,33, 1; the Sept. μεταμορφόω, συμμορφόω.)
Greek Monotonic
μορφόω: (μορφή), μέλ. -ώσω, δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μορφόω:
1) придавать форму, формировать, создавать (δέμας Anth.);
2) изображать, ваять (τὸν ἀσώματον Anth.); pass. формироваться, создаваться (ἔν τινι NT).
Middle Liddell
μορφόω, fut. -ώσω [μορφη]
to give form or shape to, Anth.
Chinese
原文音譯:morfÒw 摩而賀哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:形狀
字義溯源:成形,模成,造成,作成;源自(μορφή)*=形像)。參讀 (μορφή)同源字
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 成形(1) 加4:19