σπουδάρχης

From LSJ
Revision as of 12:17, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδάρχης Medium diacritics: σπουδάρχης Low diacritics: σπουδάρχης Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: spoudárchēs Transliteration B: spoudarchēs Transliteration C: spoudarchis Beta Code: spouda/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who is eager for offices of state, placeman, X.Smp.1.4; but σπουδαρχίας is restored from Hsch. and Phryn.PSp.109 B.

German (Pape)

[Seite 925] ὁ, Einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will, Xen. Conv. 1, 4, wo Dindorf σπουδαρχίας herstellt, s. unten das Wort.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδάρχης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ προθυμίας καὶ σπουδῆς ἐνεργῶν διὰ δημοσίαν τινὰ θέσιν ἢ ἀξίωμα, θεσιθήρας, Ξεν. Συμπ. 1, 4· ἀλλ’ ὁ L. Dind. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ἀναγινώσκων σπουδαρχίας ἐκ τοῦ Ἡσυχ. καὶ τῶν Α. Β. 63. ΙΙ. ὁ μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας ἀρχόμενός τινος, Θεόδ. Στουδ. 22Β, 39Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui brigue une charge.
Étymologie: σπουδή, ἀρχή.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
αυτός που αρχίζει κάτι με ζήλο και προθυμία
αρχ.
αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να καταλάβει μια επίσημη θέση, ένα αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + -άρχης (< ἄρχω)].

Greek Monotonic

σπουδάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που ενεργεί δυναμικά, που πασχίζει να καταλάβει δημόσιο αξίωμα, θεσιθήρας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σπουδάρχης: ου ὁ домогающийся государственного поста (Xen. - v. l. σπουδαρχία).

Middle Liddell

σπουδ-άρχης, ου, ὁ, ἄρχω
one who canvasses for office, a place-man, Xen.