ἐρόεις

From LSJ
Revision as of 10:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρόεις Medium diacritics: ἐρόεις Low diacritics: ερόεις Capitals: ΕΡΟΕΙΣ
Transliteration A: eróeis Transliteration B: eroeis Transliteration C: eroeis Beta Code: e)ro/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (ἔρος) poet., A lovely, charming, Ἁλίη Hes.Th.245, cf. h.Ven.263,h.Merc.31 ; βῶμος Sapph.54, cf. Ar.Av.246(lyr.); Νημερτής Emp.122.4 ; Ἑλένης τύπος APl.4.149 (Arab.).

German (Pape)

[Seite 1033] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 (Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρόεις: εσσα, εν, (ἔρος), ποιητ., πλήρης ἔρωτος, θελκτικός, χαρίεις, Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· ὡσαύτως ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
aimable.
Étymologie: ἔρος.

Greek Monolingual

ἐρόεις, -εσσα, -εν, (ποιητ. τ.) (Α) έρος
αξιέραστος, γεμάτος έρωτα, θελκτικός, γοητευτικός («χαῑρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.).

Greek Monotonic

ἐρόεις: -εσσα, -εν (ἔρος), ποιητ., θελκτικός, γοητευτικός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος прелестный, восхитительный (σπεῖος HH; Ἱπποθόη Hes.; λειμών Arph.): φυὴν ἐρόεσσα HH прелестная наружностью, очаровательная.

Middle Liddell

ἐρόεις, εσσα, εν ἔρος
poet., lovely, charming, Hes., etc.