λάκκα
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
(I)
η
1. λάκκος, λακκούβα, μικρή κοιλότητα, κυρίως στο έδαφος
2. ανοιχτό μέρος μέσα σε δάσος, ξέφωτο
3. άδενδρος τόπος γύρω από δασώδεις εκτάσεις, ξάνοιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λακκί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαντρί: μάντρα)].
(II)
και λάκα, η (Μ λάκα)
κολλώδες, ρητινώδες έκκριμα από το οποίο λαμβάνεται η γόμμα-λάκα
νεοελλ.
1. χρωστική που λαμβάνεται με τη σταθεροποίηση ενός ευδιάλυτου οργανικού χρώματος, φυσικού ή συνθετικού, πάνω σε ένα εν γένει ανόργανο υπόστρωμα που είναι ένωση ενός μετάλλου
2. χρώμα τελικής επίστρωσης ή βερνίκι που δημιουργεί λεπτό, σκληρό, ανθεκτικό και λείο υμένιο, παρόμοιο με εκείνο που δημιουργεί η κομμεορητίνη λάκκα
3. κομμεορητίνη που λαμβάνεται από δένδρα της Άπω Ανατολής και χρησιμοποιείται στη διακόσμηση αντικειμένων
4. η λακ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. lacca < αραβ. lakk].