μονοήμερος
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ον, A = μονήμερος, in one day, Batr.303. II curing in one day, of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; requiring one day, of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B. III σκευὴ ἄγουσα (sc. δαίμονας) μονοημέρους on the selfsame day, PMag.Par.1.2442.
German (Pape)
[Seite 203] = μονήμερος, Batrach. 305.
Greek (Liddell-Scott)
μονοήμερος: -ον, = μονήμερος, Βατραχομ. 305.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μονήμερος.
Étymologie: μόνος, ἡμέρα.
Greek Monolingual
και μονήμερος, -η, -ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί μία μέρα
2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα
3. (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει μέσα σε μία ημέρα
4. αυτός που εμφανίζεται ή δρα κάθε μέρα («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.).
επίρρ...
μονοημερίς και μονημερίς και μονήμερα
την ίδια μέρα, μέσα σε μία μέρα, αυθημερόν.
Greek Monotonic
μονοήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί μόνο μία ημέρα, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
μονοήμερος: однодневный (πολέμου τελετή, v. l. πόλεμος Batr.).
Middle Liddell
μονο-ήμερος, ον
lasting one day only, Batr.