ἐπορθρεύω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A rise early, Hsch., EM368.1:—Med., D.Chr.12.3, Luc. Gall.1, Poll.1.71.
German (Pape)
[Seite 1009] Etwas am frühen Morgen thun, früh aufstehen u. dgl., Luc. Somn. 1, v. l.; VLL.; auch im med., Dio Chrys.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπορθρεύω: ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω πρωὶ πρωὶ εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).
French (Bailly abrégé)
d’ord. au Moy. ἐπορθρεύομαι.
Greek Monolingual
ἐπορθρεύω (Α)
σηκώνομαι πολύ πρωί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθρεύω «ξυπνώ πριν την αυγή» (< όρθρος «αυγή»)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπορθρεύω:
1) Eur. v. l. = ἐπορθοβοάω;
2) med. вставать на рассвете, подниматься на заре (Luc. - v. l. ὀρθρεύομαι).