εὐδαιμονία

From LSJ
Revision as of 18:30, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαιμονία Medium diacritics: εὐδαιμονία Low diacritics: ευδαιμονία Capitals: ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ
Transliteration A: eudaimonía Transliteration B: eudaimonia Transliteration C: evdaimonia Beta Code: eu)daimoni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A prosperity, good fortune, opulence, h.Hom.11.5, Pi.N.7.56, Hdt.1.5,32, Hp.Ep.11 (v.l.), etc.; χρημάτων προσόδῳ καὶ τῇ ἄλλῃ εὐ. Th.2.97; of countries, Hdt.5.28, 7.220, etc.; μοῖρ' εὐδαιμονίας Pi.P.3.84: pl., E.IA591 (anap.), Pl.Phd.115d. 2 true, full happiness, εὐ. οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδ' ἐν χρυσῷ Democr.171; εὐ. ψυχῆς, opp. κακοδαιμονίη, Id.170, cf. Pl.Def.412d, Arist.EN1095a18, Zeno Stoic.1.46, etc. b personified as a divinity, SIG985.8 (Philadelphia).

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, der Zustand des Glücklichen, Glückseligkeit; H. h. 10, 5; Pind. P. 3, 84 N. 7, 56; πολλῷ τὸ φρονεῖν εὐδαιμονίας πρῶτον ὑπάρχει Soph. Ant. 1328; Folgde, in Prosa überall; Ggstz ἀθλιότης, Plat. Theaet. 175 c. Vgl. bes. Arist. rhet. 1, 15. Auch im plur., Eur. I. A. 590, wie Plat. Phil. 115 d. – Bes. auch auf die äußeren Güter bezogen, Wohlstand, Wohlhabenheit, ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων προέφερε Her. 5, 28; Thuc. 2, 97 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαιμονία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐτυχία, ὄλβος, Ὁμ. Ὕμν. 10. 5, Πινδ. Ν. 7. 83, Ἡρόδ. 1. 5, 32, καὶ συχνάκις παρ᾿ Ἀττ.· χρημάτων προσόδῳ καὶ τῇ ἄλλῃ εὐδ. Θουκ. 2. 97· ἐπὶ χωρῶν, Ἡρόδ. 5. 28., 7, 220, κτλ.· μοῖρ᾿ εὐδαιμονίας Πινδ. Π. 3. 150· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Εὐρ. Ι. Α. 591, Πλάτ. Φαίδων 115D. 2) παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., τελεία εὐτυχία, ἴδε εὐδαίμων ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonheur, prospérité;
2 richesses, abondance de biens.
Étymologie: εὐδαίμων.

English (Slater)

εὐδαιμονία
   1 good fortune τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται (P. 3.84) φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (P. 7.21) τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον (N. 7.56)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐδαιμονία, Α και ιων. τ. εὐδαιμονίη) ευδαίμων
1. καλή τύχη, ευτυχία
2. υλική ευημερία, ευμάρεια.

Greek Monotonic

εὐδαιμονία: Ιων. -ίη, ἡ, ευημερία, καλή τύχη, καλοτυχία, αφθονία, πολυτέλεια, ευτυχία, μακαριότητα, απόλυτη ικανοποίηση, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

εὐδαιμονία: ἡ тж. pl.
1) процветание, счастье HH, Pind., Her. etc.;
2) благосостояние, богатство Her.: χρημάτων πρόσοδος καὶ ἡ ἄλλη εὐ. Thuc. денежные доходы и другие виды богатства;
3) филос. высшее счастье, блаженство (αἱ μακάρων εὐδαιμονίαι Plat.).

Middle Liddell

εὐδαιμονία, ἡ, [from εὐδαιμονέω
prosperity, good fortune, wealth, weal, happiness, Hhymn., Hdt., attic

English (Woodhouse)

happiness, good fortune, good luck

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)