βύσσινος

From LSJ
Revision as of 14:00, 18 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύσσινος Medium diacritics: βύσσινος Low diacritics: βύσσινος Capitals: ΒΥΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: býssinos Transliteration B: byssinos Transliteration C: vyssinos Beta Code: bu/ssinos

English (LSJ)

η, ον, A made of βύσσος, σινδὼν β. fine linen bandage, used for mummy-cloths, Hdt.2.86; for wounds, Id.7.181; πέπλοι A.Pers. 125 (lyr.), E.Ba.821; φάρος S.Fr.373; ὀθόνια β. OGI90.17 (Rosetta), PStrassb.91.16 (i B. C.), Aristeas 320; β. περιβόλαια PStrassb.91.9 (i B. C.); βύσσινον, τό, LXX Es.1.6 (pl.), al., Apoc.19.8; ὀθόνια καὶ βύσσινα PHolm.15.26. II = πορφυροῦς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 468] aus Byssus gemacht, πέπλωμα Aesch. Spt. 1041; vgl. Pers. 129; Eur. Bacch. 819; σίνδων Her. 2, 86; Ath. VI, 255 c.

Greek (Liddell-Scott)

βύσσινος: -η, -ον, κατεσκευασμένος ἐκ βύσσου, σινδὼν β., λεπτὴ λευκὴ σινδὼν ἐν χρήσει πρὸς περιτύλιξιν τῶν τεταριχευμένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· διὰ πληγάς, ὁ αὐτ. 7. 181· πέπλοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 125· φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· ὀθόνια β., πληρωνόμενα ὡς φόρος ἐν Αἰγύπτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 18.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait du lin le plus fin.
Étymologie: βύσσος.

Spanish (DGE)

-η, -ον
de lino fino, de batista πέπλοι A.Pers.125, cf. Th.1039, E.Ba.821, φάρος S.Fr.373.3, σινδών para amortajar momias, Hdt.7.181, ὀθόνιον β. tela de lino fino, batista esp. para vendas, Hp.Fist.3, Steril.223, cf. PCair.Zen.87.4, PEleph.26.4, 27.13 (todos III a.C.), OGI 90.17 (Roseta II a.C.), Aristeas 320, PStras.91.16 (I a.C.), Stud.Pal.22.183.45 (II d.C.)
subst. τὸ β. y más frec. τὰ βύσσινα vestidura de lino fino LXX Es.1.6, Ez.16.13, Apoc.19.8, D.S.1.85.5, PMag.1.332, SB 10529A.16 (I/II d.C.) en BL 8.359, PHolm.94, Poll.7.75, Hsch.s.u. βαδδίν
fig. como de batista, finísimo ῥήματα Plu.2.174a.

English (Abbott-Smith)

βύσσινος, -η, -ον (< βύσσος), [in LXX chiefly for שֵׁשׁ, בּוּץ, etc.;] made of βύσσος,
fine linen: Re 18:12, 16 19:8, 14.†

English (Strong)

from βύσσος; made of linen (neuter a linen cloth): fine linen.

English (Thayer)

βυσσίνῃ, βύσσινον (ἡ βύσσος, which see; cf. ἀκάνθινος, ἀμαράντινος), made of fine linen; neuter βύσσινον namely, ἱμάτιον (Winer's Grammar, 591 (550); (Buttmann, 82 (72))) (a) fine linen (garment): βύσσου), WH marginal reading λευκοβυσσινον (for βύσσινον λευκόν)). (Aeschylus, Herodotus, Euripides, Diodorus 1,85; Plutarch, others.)

Greek Monolingual

βύσσινος, -η, -ον (AM) βύσσος
1. κατασκευασμένος από βύσσο
2. το ουδ. ως ουσ. ύφασμα ή φόρεμα από βύσσο.

Greek Monotonic

βύσσινος: -η, -ον, φτιαγμένος από βύσσο· σινδὼν βύσσινος, ένας λεπτός, λινός επίδεσμος που χρησιμοποιούνταν για την περιτύλιξη των ταριχευμένων νεκρών, σε Ηρόδ.· λέγεται για τραύματα, στον ίδ.· βύσσινοι πέπλοι, στον Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βύσσινος:
1) виссоновый, из тончайшего полотна (πέπλωμα Aesch.; σινδών Her.; φάρος Soph., Plut.);
2) мягкий как виссон, т. е. вкрадчивый (βυσσίνοις χρῆσθαι ῥήμασι Plut.).

Middle Liddell


made of βύσσος, σινδών β. a fine linen bandage, used for mummy-cloths,, Hdt.; for wounds, Hdt.; β. πέπλοι Aesch

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύσσινος -η -ον βύσσος van linnen; subst. τὸ βύσσινον linnen kledingstuk.

Chinese

原文音譯:bÚssinoj 畢西挪士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:棉線
字義溯源:細麻布製的,細麻衣,細麻;源自(βύσσος)*=細麻布)。( 啓18:16)穿者細麻的巴比倫,乃表示其富有;而( 啓19:8,14)蒙恩者所穿細麻衣,乃表示聖徒們的義,天上眾軍穿著細麻衣,表示他們的純潔。
同義字:1) (βύσσινος / λευκοβύσσινος)細麻布製的 2) (βύσσος)細麻布 3) (σινδών)細麻布
出現次數:總共(4);啓(4)
譯字彙編
1) 細麻衣(3) 啓19:8; 啓19:8; 啓19:14;
2) 細麻(1) 啓18:16