καταπληκτικός
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ή, όν, A striking, astonishing, εὐπρόσωπος καὶ κ. Macho ap.Ath.13.578c; εὐπρέπεια κ. Phld.Hom.p.58O.; terrible, προσβολαί Plb.3.13.6; πρόσοψις, διήγησις, κραυγή, Id.3.114.4, 4.28.6, 11.16.2; τὰ εἰς πόλεμον κ. D.S.2.16; but expressly opp. φοβερός in Muson.Fr.33p.122H. (nisi leg. καταλλακτικός). Adv. -κῶς Plb.3.41.3, D.S.3.35, etc.
German (Pape)
[Seite 1370] ή, όν, zum Niederschlagen, Erschrecken geeignet; προσβολή Pol. 3, 13, 6; κραυγή 11, 16, 2 u. öfter; in Furcht u. Staunen setzend, εὐπρόσωπος οὖσα καὶ καταπληκτική Macho bei Ath. XIII, 578 c; Bewunderung erregend, Pol. 4, 28, 6; ὄψις Plut. Lyc. 22 (vgl. φοβερός). – Adv., καταπληκτικῶς πολεμεῖν, λέγειν, Pol. 3, 41, 3. 4, 85, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καταπληκτικός: -ή, -όν, δυνάμενος νὰ καταπλήξῃ, φέρων κατάπληξιν, θαυμασμὸν, εὐπρόσωπος καὶ κ. Μάχων παρ’ Ἀθην. 578C· ἵνα μὴ μόνον εὐπαρακολούθητος, ἀλλὰ καὶ κ. γένηται ἡ διήγησις Πολύβ. 4. 28, 6, ὅπερ ἀλλαχοῦ, σαφῆ τὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὰ λέγει 8. 4, 10· διὸ καὶ ὁ Μουσών. παρὰ Στοβ. Ἀνθολ. 326, 43 διαστέλλει τὸ καταπληκτικὸν τοῦ φοβεροῦ: πειρατέον καταπληκτικὸν μᾶλλον τοῖς ὑπηκόοις ἢ φοβερὸν θεωρεῖσθαι. 2) τρομερός, πρόσοψις, κραυγή, προσβολὴ Πολύβ. 3. 114, 4., 11. 16, 2., 3. 13, 6· τὰ εἰς πόλεμον κατ. Διόδ. 2, 16.― Ἐπίρρ., -κῶς, μετὰ καταπλήξεως, κ. πολεμεῖν Πολύβ. 3. 41, 3· κ. λέγειν 4. 85, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM καταπληκτικός, -ή, -όν) κατάπληκτος
1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος
2. τρομερός, φοβερός.
επίρρ...
καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς)
νεοελλ.
με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάνταστα
μσν.-αρχ.
με κατάπληξη, με θαυμασμό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπληκτικός -ή -όν, adj. verb. van καταπλήσσω, afschrikwekkend:. ὥστε... καταπληκτικὴν τὴν ὄψιν εἶναι zodat de aanblik schrikwekkend was Plut. Lyc. 22.5; ὀγκώμενος μάλα τραχὺ καὶ καταπληκτικόν heel ruw en afschrikwekkend brullend Luc. 28.22.
Russian (Dvoretsky)
καταπληκτικός:
1) внушающий страх, наводящий ужас (προσβολή, κραυγή Polyb.);
2) поразительный (διήγησις Polyb.; ὄψις Plut.).