ἐξαλίνδω

From LSJ
Revision as of 08:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλίνδω Medium diacritics: ἐξαλίνδω Low diacritics: εξαλίνδω Capitals: ΕΞΑΛΙΝΔΩ
Transliteration A: exalíndō Transliteration B: exalindō Transliteration C: eksalindo Beta Code: e)cali/ndw

English (LSJ)

only aor. part. ἐξαλίσας [ῑ], pf. ἐξήλῑκα:—A roll out or thoroughly, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε take him away when you have given him a good roll on the ἀλινδήθρα, Ar.Nu.32 (cf. X.Oec.11.18); to which Strepsiades retorts, ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν you have rolled me out of house and home, Ar.Nu.33.

German (Pape)

[Seite 866] sich auswälzen, austummeln lassen, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε Ar. Nubb. 32; Xen. Oec. 11, 18; komisch ἐξήλικάς με ἐκ τῶν ἐμῶν, du hast mich aus Hab und Gut herausgetummelt, Ar. Nubb. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλίνδω: τοῦ ῥήματος τούτου εὑρίσκομεν μόνον μετοχ. ἀορ. ἐξαλίσας ῑ καὶ πρκμ. ἐξήλῑκα, ποιῶ τι ἐκκυλισθῆναι, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε, πήγαινε τὸν ἵππον εἰς τὴν οἰκίαν, ἀφοῦ πρῶτον τὸν βάλῃς νὰ κυλισθῇ ἐπὶ τῆς ἀλινδήθρας, Ἀριστοφ. Νεφ. 32, (πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 11, 18)· πρὸς ὃ ὁ Στρεψιάδης ἀπαντᾷ: ἐξήλικας ἐμέ γ’ ἐκ τῶν ἐμῶν, μὲ ἐκύλισας ἔξω τῆς περιουσίας μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 33. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀλίνδω.

French (Bailly abrégé)

1 faire se rouler dans la poussière un cheval trempé de sueur;
2 fig. faire rouler du haut de, précipiter de, ἔκ τινος.
Étymologie: ἐξ, ἀλινδέω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰλίνδω)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 hacer revolcarse, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε Ar.Nu.32, cf. X.Oec.11.18, Hsch.s.u. ἐξαλῖσαι.
2 fig. expulsar ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν Ar.Nu.33.

Greek Monolingual

ἐξαλίνδω (Α) αλίνδω
1. κυλώ έξω, κάνω κάτι να κυλίσει μακριάἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε», Αριστοφ.)
2. διώχνω.

Greek Monotonic

ἐξᾰλίνδω: μόνο στη μτχ. αορ. αʹ ἐξαλίσας [ῑ], παρακ. ἐξήλῑκα· βγάζω κάτι τσουλώντας ή κυλόντας, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας, πήγαινέ τον στο σπίτι αφού προηγουμένως τον βάλεις να κυλισθεί καλά στην ἀλινδήθραν, σε Αριστοφ.· ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν, με έβγαλες, με απομάκρυνες από την περιουσία μου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαλίνδω: (только part. aor. ἐξαλίσας и pf. ἐξήλῑκα)
1) катать, (о лошади) давать поваляться (τὸν ἵππον Arph., Xen.);
2) скатывать вниз: ἐξήλικάς με ἐκ τῶν ἐμῶν ирон. (по созвучию с 1) Arph. ты совершенно меня разорил (досл. ты уже вывалил меня из моего состояния).

Middle Liddell

only in aor1 part. ἐξαλίσας perf. ἐξήλῑκα
to roll out or thoroughly, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας take him away when you have given him a good roll on the ἀλινδήθρα, Ar.; ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν you have rolled me out of house and home, Ar.