συνεπισχύω

From LSJ
Revision as of 18:50, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπισχύω Medium diacritics: συνεπισχύω Low diacritics: συνεπισχύω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΧΥΩ
Transliteration A: synepischýō Transliteration B: synepischyō Transliteration C: synepischyo Beta Code: sunepisxu/w

English (LSJ)

A join in supporting, assist, X.Mem.2.4.6; τισι LXX 2 Ch.32.3, Plb.6.6.10, etc.; κατά τινων Id.6.8.1; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν Id.28.5.5; σ. μοι ἀπαιτοῦντι BGU1189.14 (i B.C./i A.D.); αὐτοῖς ἀντεχομένοις ib.1795.9 (i B.C.), cf. PSI10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως . . SIG799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. IG22.1013.6. 2 Astrol., combine energy, of planetary influence, Vett.Val.107.14. 3 Medic., of symptoms, σ. πρὸς <τὸν> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον contribute to... Gal.17(1).628.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισχύω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπισχύω, ὑποστηρίζω, βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος αὐτόθι 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6.

French (Bailly abrégé)

joindre ses forces à celles de, aider de toutes ses forces, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπισχύω.

Spanish

dar fuerza, dar poder mágico

Greek Monolingual

Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῦ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].

Greek Monotonic

συνεπισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ], ενισχύω, ενδυναμώνω, υποστηρίζω κάποιον από κοινού, συνεπικουρώ κάποιον, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επ-ισχύω mede zijn kracht ervoor inzetten.

Russian (Dvoretsky)

συνεπισχύω: подкреплять своими силами, оказывать содействие, приходить на помощь Xen.: σ. τινί Polyb. оказывать поддержку кому(чему)-л.

Middle Liddell

fut. ύσω
to join in supporting, Xen.