ἐξαρκής

From LSJ
Revision as of 15:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρκής Medium diacritics: ἐξαρκής Low diacritics: εξαρκής Capitals: ΕΞΑΡΚΗΣ
Transliteration A: exarkḗs Transliteration B: exarkēs Transliteration C: eksarkis Beta Code: e)carkh/s

English (LSJ)

ές, A enough, sufficient, πλοῦτος ἐ. δόμοις A.Pers.237 (troch.); τἄνδον ἐξαρκῆ τιθέναι put in order, S.Tr.334.

German (Pape)

[Seite 872] ές, aus-, hinreichend; πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις Aesch. Pers. 233; ὡς ἐγὼ δὲ τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, daß ich Alles im Hause gehörig besorge, Soph. Tr. 333.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, πλοῦτος ἐξ. δόμους Αἰσχύλ. Πέρσ. 237· ὡς... τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, ὅπως βάλω εἰς τάξιν τὰ ἔνδον, Σοφ. Τρ. 334.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
suffisant.
Étymologie: ἐξαρκέω.

Spanish (DGE)

-ές
• Grafía: acent. ἔξαρκες Lib.Decl.20.10
1 ref. cantidad suficiente, bastante πλοῦτος ἐ. δόμοις; ¿hay en las casas riqueza suficiente? A.Pers.237.
2 ref. cualidad suficiente, correcto, que está en orden ἐγώ τε τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ mientras que yo pongo en orden lo de dentro S.Tr.334, τοῦτο ἔξαρκες τὸ προελέσθαι Lib.l.c.

Greek Monolingual

ἐξαρκής, -ές (Α)
1. ικανός, αρκετός, επαρκής («πλοῦτος ἐξαρκής δόμοις», Αισχύλ.)
2. φρ. «ἐξαρκὲς τίθημί τι» — βάζω σε τάξη κάτι, ρυθμίζω, τακτοποιώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -αρκής, πρβλ. επ-αρκής (< άρκος)].

Greek Monotonic

ἐξαρκής: -ές, αρκετός, ικανός, επαρκής, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαρκής: достаточный (πλοῦτος ἐ. δόμοις Aesch.): ἐξαρκές τι τιθέναι Soph. приводить в порядок что-л.

Middle Liddell

ἐξαρκής, ές [from ἐξαρκέω adj
enough, sufficient, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

enough

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)