οἴγνυμι

From LSJ
Revision as of 11:34, 2 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴγνυμι Medium diacritics: οἴγνυμι Low diacritics: οίγνυμι Capitals: ΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: oígnymi Transliteration B: oignymi Transliteration C: oignymi Beta Code: oi)/gnumi

English (LSJ)

v. οἴγω.

Greek Monolingual

οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ανοίγωοἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἴγω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. ὀείγω (< Fείγω), στη μηδενισμένη βαθμίδα του οποίου ανάγεται το ομηρικό ὠίγννυτο (< Fιγνυται, Fίγνυτο). Κατά την ίδια άποψη, οι τ. ἀναοίγεσκον, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε πρέπει να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ἀν-ο-Fείγεσκον, ἀν-όFειγε, ἀν-ό-Fειξε (πρβλ. και επείγω), όπου το -ο- είναι πρόθεση ή πρόθημα (πρβλ. -[ΙΙ]). Οι αττ. τ., πάντως, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε προϋποθέτουν θ. -Fοιγ- και αύξηση - ( ἀν-η-Fοιγ-) και ο τελικός σχηματισμός τους σε αν-έ-ῳγ- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τύπων όπως ἐᾱγην (< ηFᾰγ-), ἑᾱλων (< ηFᾰλ-), ἐώρων (< ηFορ-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε ρίζα Fειγ-, Fιγ- εκτός από τα ελλ. οἴγω, ὀείγω θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. vijate, vejate «απωθώ, απομακρύνω» και vega «βίαιη κίνηση». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών οἴγω / οἴγνυμι ήταν «ωθώ, σπρώχνω», από όπου «ανοίγω την πόρτα». Από τους τ. οἴγω και οἴγνυμι ο θεματικός ενεστ. οἴγω είναι αρχαιότερος. Το ρ. οἴγω, τέλος, εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την πρόθεση ἀν(ά). Βλ. και λ. ανοίγω].

French (Bailly abrégé)

seul. prés. Act. et impf. Pass. 3ᵉ pl. épq. ὠίγνυντο;
c. οἴγω.

Russian (Dvoretsky)

οἴγνῡμι: эп. (только praes. act. и 3 л. pl. impf. pass. ὠΐγνυντο) Hom., Anth. = οἴγω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to open.
Other forms: and οἴγω, Aeol. inf. ὀείγην (SGDI 214, 43), later also ἀν-οιγνύω (Demetr. Eloc.), ipf. ὠΐγνυντο (Β 809, Θ 58), ἀνα-οίγεσκον (Ω 455), -ῳ̃γον, -έῳγον, aor. οἶξαι (ᾦξε, ὤϊξε Hom., ἀν-έῳξε Hom., Att.), pass. οἰχθῆναι (Pi., Att.), fut. οἴξω, perf. ἀν-έῳγα (intr. Hp. and late), with -έῳχα, *έῳγμαι (Att.), ὤϊκται (Herod.), ἀν-ῳ̃κται (Theoc.),
Compounds: Mostly w. prefix esp. ἀν-, from which a.o. ὑπ-, παρ-ανοίγνυμι, ὑπ-, συν-ανοίγω with ἤνοιγον, ἤνοιξα, ἠνοίχθην, ἠνοίγην, ἠνέῳξα etc. (X., LXX).
Derivatives: Few derivv. ἄνοιξις f. opening (Th., Thphr.), ἄνοιγ-μα n. opening (LXX), -εύς m. opener (Dam. Pr.), ἐπανοίκ-τωρ (Man.), -της (Arg. Man.) m. springer. As 2. member in πιθ-οίγ-ια n. pl. opening of a barrel, opening feast of the Anthesterien in Athens (Plu.). The judgment of these forms is partly uncertain and disputable. Starting from the inscriptional attested ὀείγην, i.e. ὀ-(Ϝ)είγην, with zero grade ὠ-(Ϝ)ίγ-νυντο (cf. ἴγνυντο ἠνοίγοντο H.; very uncertain), Fick and Bechtel (s. Lex. s. v.) want to replace the suspected ep. ἀναοίγεσκον as well as ep. ἀνέῳγε, ἀνέῳξε by *ἀν-ο-(Ϝ)είγεσκον, *ἀν-ό-(Ϝ)ειγε, *ἀν-ό-(Ϝ)ειξε, where ὀ- would be either prothetic or prefixal (cf. ὀ-κέλλω and 2. ὀ-).
Origin: IE [Indo-European] [1130] *h₃u̯eig- make give way
Etymology: The judgment of these forms is partly uncertain and disputable. Starting from the inscriptional attested ὀείγην, i.e. ὀ-(Ϝ)είγην, with zero grade ὠ-(Ϝ)ίγ-νυντο (cf. ἴγνυντο ἠνοίγοντο H.; very uncertain), Fick and Bechtel (s. Lex. s. v.) want to replace the suspected ep. ἀναοίγεσκον as well as ep. ἀνέῳγε, ἀνέῳξε by *ἀν-ο-(Ϝ)είγεσκον, *ἀν-ό-(Ϝ)ειγε, *ἀν-ό-(Ϝ)ειξε, where ὀ- would be either prothetic or prefixal (cf. ὀ-κέλλω and 2. ὀ-). Not certainly explained. With Ϝιγ-, Ϝειγ- agree formally Skt. (midd.) vij-áte, vej-ate give ground, flee, to which a.o. Skt. véga- = Av. vaēγa- m. (IE *u̯óigo-s) violent movement, pressure, clash, blow (further s. εἴκω); so ὀ-(Ϝ)εί-γω, ὀ-(Ϝε)ίγ-νυμι prop. make give way, push, open (a door)? (Bechtel Lex. s.v. after Wackernagel). -- Diff., hardly to be preferred, Brugmann IF 29, 238 ff.: from *Ϝο-(ε)ιγ- to ἐπ-είγω with the same prefix as in Ϝο-φληκόσι, s. ὀφείλω. -- On the individual forms cf. Schwyzer 653 n. 10 w. lit. (also 412, 434 w. n. 3, 772), Chantraine Gramm. hom. 1. 152, 303 a. 480. S. also ἐπῳχατο. The analysis leads to *h₃u̯(e)ig-.

Frisk Etymology German

οἴγνυμι: {oígnumi}
Forms: und οἴγω, äol. Inf. ὀείγην (SGDI 214, 43), später auch ἀνοιγνύω (Demetr. Eloc. u.a.), Ipf. ὠΐγνυντο (Β 809, Θ 58), ἀναοίγεσκον (Ω 455), -ῳ̃γον, -έῳγον, Aor. οἶξαι (ᾦξε, ὤϊξε Hom., ἀνέῳξε Hom., att.), Pass. οἰχθῆναι (Pi., att.), Fut. οἴξω, Perf. ἀνέῳγα (intr. Hp. und spät), wozu -έῳχα, *έῳγμαι (att. usw.), ὤϊκται (Herod.), ἀν-ῳ̃κται (Theok.),
Grammar: v.
Meaning: öffnen.
Composita : vorw. m. Präfix bes. ἀν-, wovon u.a. ὑπ-, παρανοίγνυμι, ὑπ-, συνανοίγω mit ἤνοιγον, ἤνοιξα, ἠνοίχθην, ἠνοίγην, ἠνέῳξα usw. (X., LXX, sp.)
Derivative: Wenige Ableitungen: ἄνοιξις f. das Öffnen (Th., Thphr. usw.), ἄνοιγμα n. Öffnung (LXX u.a.), -εύς m. Öffner (Dam. Pr.), ἐπανοίκτωρ (Man.), -της (Arg. Man.) m. Zersprenger. Als Hinterglied in der Zusammenbildung πιθοίγια n. pl. Faßöffnung, Vorfeier der Anthesterien in Athen (Plu.). Die Beurteilung der obigen Formen ist z. T. unsicher und strittig. Von dem inschriftlich belegten ὀείγην, d.h. ὀ-(ϝ)είγην ausgehend, wozu mit Schwundstufe ὠ-(ϝ)ίγνυντο (vgl. ἴγνυντο· ἠνοίγοντο H.; sehr fraglich), wollen Fick und Bechtel (s. Lex. s. v.) das verdächtige ep. ἀναοίγεσκον ebenso wie ep. ἀνέῳγε, ἀνέῳξε durch *ἀνο-(ϝ)είγεσκον, *ἀνό-(ϝ)ειγε, *ἀνό-(ϝ)ειξε ersetzen, wobei ὀ- entweder prothetisch oder präfixal (vgl. ὀκέλλω und 2. ὀ-) wäre.
Etymology : Nicht sicher erklärt. Mit ϝιγ-, ϝειγ- decken sich formal aind. (Med.) vij-áte, vej-ate ‘zurückweichen, sich flüchten, vor etwas zurückfahren’, wozu u.a. aind. véga- = aw. vaēγa- m. (idg. *u̯óigo-s) heftige Bewegung, Andrang, Anprall, Schlag (weiteres s. εἴκω); ὀ-(ϝ)είγω, ὀ-(ϝε)ίγνυμι somit eig. ‘zurückweichen machen, anstoßen, (eine Tür) aufstoßen’? (Bechtel Lex. s.v. nach Wackernagel). — Anders, kaum vorzuziehen, Brugmann IF 29, 238 ff.: aus *ϝο-(ε)ιγ- zu ἐπείγω mit demselben Präfix wie in ϝοφληκόσι, s. ὀφείλω. — Zu den einzelnen Formen noch Schwyzer 653 A. 10 m. Lit. (auch 412, 434 m. A. 3, 772), Chantraine Gramm. hom. 1. 152, 303 u. 480. S. auch ἐπῴχατο.
Page 2,356-357