νῆϊς

From LSJ
Revision as of 16:14, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆϊς Medium diacritics: νῆϊς Low diacritics: νήις Capitals: ΝΗΙΣ
Transliteration A: nē̂ïs Transliteration B: nēis Transliteration C: niis Beta Code: nh=i+s

English (LSJ)

(A), ϊδος, ὁ, ἡ, acc. A νήϊδα Il.7.198, A.R.3.32, but νῆϊν Call. Aet.1.1.33, A.R.3.130: (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι):—unknowing of, unpractised in a thing, οὐ νῆϊς ἀέθλων Od.8.179: abs., Il.l.c.; ν. ἔτι χρυσέας Κύπριδος B.5.174, cf. Call.Aet.3.1.49; ναυτιλίης… νῆϊν ἔχεις βίον ib. 1.1.33, cf.Id.Aet.Oxy.2079.2; ν. πατρός fatherless, Q.S.5.506: Comp. νηϊδέστερος Hsch. II (νη-, ἴς) powerless, feeble, Id., Suid.
νῆϊς (B), ϊδος, ἡ, A = νηάς, Heraclid.Pol.30, Phot.

German (Pape)

[Seite 251] ιδος (ἰδεῖν), unwissend, unkundig; Il. 7, 198; τινός, Od. 8, 179; Ap. Rh. 2, 417; Μουσέων, Ep. ad. 539 (IX, 583), u. öfter in der Anth.

French (Bailly abrégé)

ϊδος (ὁ, ἡ)
ignorant de, gén..
Étymologie: νη-, εἰδέναι.

Greek Monolingual

(I)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που δεν γνωρίζει τίποτε, αδαής, αμαθής, άπειροςνῆϊς ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.)
2. φρ. «νῆϊς πατρός» — ο χωρίς πατέρα, απάτωρ, ορφανός (Κοϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. nescius «αυτός που δεν γνωρίζει» (< nescio) και είναι σύνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νε- (βλ. λ. νη-) και β' συνθετικό την μηδενισμένη βαθμίδα (F) ιδ- του (F)οἶδα «γνωρίζω». Η μορφή νη- με την οποία εμφανίζεται το στερ. πρόθημα έχει εξηγηθεί ως μετρική έκταση ενός αρχικού νε-, που όμως δεν μαρτυρείται σε άλλη ελλ. λ. Ωστόσο, η πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι ο τ. νῆϊς σχηματίστηκε αναλογικά προς τ. όπως νηλεής, νημερτής, όπου το -νη- προέρχεται από συναίρεση του νε- με το αρχικό φωνήεν του β' συνθετικού (βλ. λ. νη-)].
(II)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «δειλός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀσθενής, αδύνατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη + ἴς «ισχύς, δύναμη»].
(III)
νῆϊς, ἡ (Α)
νηάς.

Greek Monotonic

νῆϊς: -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, εἰδέναι), αιτ. νήϊδα, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει εμπειρία σ' ένα ζήτημα, άπειρος, αδαής· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νῆϊς: ϊδος (ῐδ) adj. [νη- I + εἰδέναι несведущий, неопытный (ἀέθλων Hom.; Μουσέων Anth.).

Frisk Etymological English

-ιδος, -ιδα
Grammatical information: adj.
Meaning: unknowing, nescius (since H 198, θ 179).
Other forms: second. -ιν.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One might compare Lat. nescius from ne-scio, νῆϊς (with metr. lengthening for *νέϜις in νήϜιδ-ος, ?; diff. Debrunner Wortbildung $56), but our form can hardly be a univerbation from *νε Ϝοῖδα with the IE sentence negation *ne, of which there is no trace in Greek; s. Wackernagel Syntax 2, 252. Diff. Sturtevant Lang. 16, 85. After cases with following laryngeal (see on νη- etc.)?

Frisk Etymology German

νῆϊς: -ιδος, -ιδα,
{nē̃ïs}
Forms: sekund. -ιν
Meaning: unwissend, nescius (ep. poet. seit H 198, θ 179).
Etymology : Wie lat. nescius aus ne-scio, kann νῆϊς (mit metr. Dehnung für *νέϝις in νήϝιδος, -α?; anders Debrunner Wortbildung ̨ 56) eine Univerbierung aus *νὲ ϝοῖδα mit der idg. Satznegation *ne (vgl. νη-) sein; s. Wackernagel Syntax 2, 252 m. Lit. Anders Sturtevant Lang. 16, 85.
Page 2,314