περισώζω
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
A save alive ( = σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), save from death or ruin, X.HG2.3.25, etc.; π. τὴν πόλιν ib.6.5.47 :—Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr.1.30 :—Pass., escape with one's life, of a prisoner, X.HG2.3.32, cf. 4.8.21, Phld.Rh.1.28 S.; αἰσχρῶς App.Sam.4.7; ἐκ μάχης D.C.46.50; of things, survive, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Arist.Metaph.1074b13.
German (Pape)
[Seite 595] (s. σώζω), erhalten, erretten (eigtl. σώζειν τινά, ὥστε περιεῖναι), bes. am Leben erhalten, Xen. Hell. 2, 3, 25. 4, 8, 21 u. Folgde, wie Luc. Tim. 3; Plut. oft; Ael. V. H. 15, 46.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περισώνω Ν
διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «λίγα πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την πυρκαγιά» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην ξηρά» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων Κάσσ.)
μσν.-αρχ.
σώζω από θάνατο ή από καταστροφή (α. «Λακεδαιμονίοις τοῖς περισώσασιν ἡμᾱς», Ξεν.
β. «καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε», Ξεν.).
Middle Liddell
fut. σω
to save alive, to save from death or ruin, Xen.:—Pass. to escape with one's life, Xen.