ἀνδραποδώδης

From LSJ
Revision as of 08:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραποδώδης Medium diacritics: ἀνδραποδώδης Low diacritics: ανδραποδώδης Capitals: ΑΝΔΡΑΠΟΔΩΔΗΣ
Transliteration A: andrapodṓdēs Transliteration B: andrapodōdēs Transliteration C: andrapododis Beta Code: a)ndrapodw/dhs

English (LSJ)

ες, A slavish, servile, abject, opp. ἐλευθέριος, Arist. EN1128a21; ἀρετή Pl.Phd.69b; ἄγροικος καὶ ἀνελεύθερος . . ἀ. τε Id.Lg.880a, cf. X.Mem.4.2.22; θηριώδης καὶ ἀ. Pl.R.430b, cf. Arist. EN1118a25; τεχνιτεῖαι Epicur.Ep.2p.40U.; ἀ. θρίξ short coarse hair like that of slaves, hence metaph., ἔτι τὴν ἀ. τρίχα ἔχοντες ἐν τῆ ψυχῆ Pl.Alc.1.120b. Adv. -δῶς Id.Smp.215e.

German (Pape)

[Seite 217] ες, knechtisch, bes. von knechtischer Gesinnung, im Ggstz des ἐλεύθερος; mit ἄγροικος u. ἀνελεύθερος vrbdn Plat. Legg. IX, 880 a; ἀνδ. καὶ ἀχάριστος ἡδονή Ep. VII, 335 c; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 22; Arist. Rhet. 2, 11; superl. Plat. Ep. 2, 311 c; θρίξ, das kurz geschorene Haar der Sklaven, VLL.; Plat. überträgt dies auf unfreies Wesen, ἐν τῇ ψυχῇ ἔχεις τρίχα ἀνδ., Alc. I, 120 b. – Adv., ἀνδραποδωδῶς διακεῖσθαι Plat. Conv. 215 e; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰποδώδης: -ες, (εἶδος) δουλικός, δουλοπρεπής, ποταπός, ἀντίθ. τῷ ἐλευθέριος. (Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 5), ἀρετὴ Πλάτ. Φαίδων 69B· ἄγροικος ... καὶ ἀνδρ. ὁ αὐτ. Νόμ. 880· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 4. 2. 22· θηριώδης καὶ ἀνδρ. Πλάτ. Πολ. 430Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 8., 11, 3, κτλ., ἀνδρ. θρίξ, βραχεῖα καὶ ἠμελημένη κόμη, οἵα ἡ τῶν ἀνδραπόδων, ἐντεῦθεν μεταφ., ἔτι τὴν ἀνδρ. τρίχα ἐν τῇ ψυχῇ ἔχοντες Πλάτ. Ἀλκ. 1. 120B. -Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ. Συμπ. 215E.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 d’esclave;
2 servile, digne d’un esclave, grossier.
Étymologie: ἀνδράποδον, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 propio de un esclavo, servil, ἀρετή Pl.Phd.69b, διὸ καὶ δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται Pl.Phdr.258e, ἀνδραποδώδεις καὶ θηριώδεις (ἡδοναὶ) Arist.EN 1118a25, cf. Plu.2.5b, τὰς ἀ. ἀστρολόγων τεχνιτείας Epicur.Ep.[3] 93, cf. X.Mem.4.2.22, Hier.5.2, Ph.2.268, 2.352, Luc.Merc.Cond.8, DMort.24.3, Philostr.VA 8.7.12
subst. ὁ ἀ. el hombre servil καὶ ὁ πρᾶος μέσος τοῦ χαλεποῦ καὶ τοῦ ἀνδοαποδώδους Arist.EE 1231b26, καὶ ἡ ἐλευθερίου παιδία διαφέρει τῆς τοῦ ἀνδραποδώδους Arist.EN 1128a21.
2 adv. -ῶς servilmente Pl.Smp.215e, Luc.Bis Acc.20.

Greek Monolingual

ἀνδραποδώδης, -ες (Α)
όμοιος με ανδράποδο, ταιριαστός σε ανδράποδα, δουλικός, ευτελής.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰποδώδης: -ες (εἶδος), δουλικός, υπηρετικός, δουλοπρεπής, ποταπός, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. -δῶς, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰποδώδης:
1) присвоенный рабам, рабский, невольничий (θρίξ Plat.);
2) перен. свойственный рабам, низменный (ἀρετή Plat.; ἡδοναί Arst.);
3) раболепный (πλῆθος Arst.).

Middle Liddell

εἶδος
slavish, servile, abject, Plat., Xen. adv. -δῶς, Plat.

English (Woodhouse)

slavish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)