δενδροφόρος

From LSJ
Revision as of 12:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροφόρος Medium diacritics: δενδροφόρος Low diacritics: δενδροφόρος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dendrophóros Transliteration B: dendrophoros Transliteration C: dendroforos Beta Code: dendrofo/ros

English (LSJ)

ον, A bearing trees, φάραγξ Theodor. ap. Ath.14.621b; ἄρουρα BGU328i17 (ii A. D.): Sup. -ώτατος Plu.Sull.12; ἡ δ. (sc. γῆ) Ph.2.583. II in plural, tree-bearers, a guild in the cult of Cybele, μήτηρ δενδροφόρων IGRom.1.614 (Tomi, iii A.D.); freq. in Lat. Inscrr., cf. Lyd.Mens.4.59.

German (Pape)

[Seite 546] 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροφόρος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων δένδρα, Ἀθήν. 621Β· ὑπερθ. –ώτατος Πλούτ. Σύλλ. 12:― ἡ δ. (ἐνν. γῆ), Φίλων 2. 583. ΙΙ. =θυρσοφόρος, Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit litt. qui porte des arbres.
Étymologie: δένδρον, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de un lugar que produce árboles, boscoso op. ἄδενδρος de las laderas de los Alpes, Plb.3.55.9, γῆ Str.17.3.23, τήν τ' Ἀκαδήμειαν ἔκειρε, δενδροφορωτάτην <τῶν> προαστείων οὖσαν Plu.Sull.12, ἡ δ. (γῆ) op. αἱ σπειρόμεναι Ph.2.583, cf. 21
plantado con árboles (ἄρουρα) BGU 328.1.17 (II d.C.)
fig. boscoso, peludo φάραγξ del culo, Sotad.2.
2 rom., subst. οἱ δενδροφόροι portadores de árboles o ramos cofrades en el culto de Cibele μήτηρ δενδροφόρων ITomis 83.14 (II/III d.C.), cf. IGBulg.4.1925 (Sérdica II d.C.), collegium dendroforum, CIL 9.939 (Apulia), 1459.9 (Hispinos), 10.5968, 8108, cf. Lyd.Mens.4.59.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δενδροφόρος, -ον)
(για τόπο) ο κατάλληλος για δενδροκαλλιέργεια
1. (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) δενδροφόρος (τόπος ή γη)
γεμάτος δένδρα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δενδροφόροι
αυτοί που τελούν τη δενδροφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

δενδροφόρος: -ον (φέρω), περιοχή που έχει δέντρα· υπερθ. -ώτατος, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδροφόρος -ον [δένδρον, φέρω] die bomen voortbrengt.

Russian (Dvoretsky)

δενδροφόρος: богатый деревьями (προάστειον Plut.).

Middle Liddell

φέρω
bearing trees; Sup. -ώτατος, Plut.