καυσόω
English (LSJ)
A heat, Ptol.Tetr.18:—Pass., burn with intense heat, 2 Ep.Pet.3.10, 12: generally, to be burnt, PHolm.25.27. II suffer from καῦσος (A) 1, Antyll. ap. Orib.9.13.1, Gal.15.720; καυσουμένη ἐπιφάνεια Dsc.2.134.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
brûler;
Moy. καυσόομαι, καυσοῦμαι;
1 être consumé par le feu;
2 souffrir d’une chaleur excessive ; fig. avoir une fièvre ardente.
Étymologie: καῦσος.
English (Strong)
from καῦσις; to set on fire: fervent heat.
English (Thayer)
καύσω: (καῦσος); to burn up, set fire to; present participle passive καυσουμενος, A. V. with fervent heat). (Elsewhere only (chiefly; see Sophocles Lexicon, under the word) in Dioscorides (100 A.D.>?) and Galen: to suffer from feverish burning, be parched with fever.)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυσόω [καῦσος] med.-pass. intrans. verbranden, in vlammen opgaan:. στοιχεῖα καυσόμενα λυθήσεται de elementen zullen in vlammen opgaan NT 2 Pet. 3.10.
Greek Monolingual
καυσῶ, καυσόω (Α)
καύσος
1. θερμαίνω
2. παθ. καυσοῦμαι, καυσόομαι
α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)
β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
Chinese
原文音譯:kausÒw 考所哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:燃燒
字義溯源:放火燒,被熱毀滅,燒盡,烈火;源自(καῦσις)=燃燒的);而 (καῦσις)出自(καίω)*=燒)
出現次數:總共(2);彼後(2)
譯字彙編:
1) 烈火(1) 彼後3:12;
2) 被烈火(1) 彼後3:10