πηγός
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ή, όν, Dor. πᾱγός, (A πήγνυμι ΙΙ) well put together, solid, strong, ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους Il.9.124, cf. Alcm.23.48; κύματι πηγῷ Od. 5.388, 23.235, AP9.143 (Antip.). 2 Subst. πηγός (sc. ἅλς), ὁ, salt (cf. πηκτός 111), mock-Epic use in Strato Com.1.36. II white, πλόκος Lyc.336; ὀστέα Sammelb.4314.5 (Alexandria, iii B. C.); κύνας ἥμισυ πηγούς Call.Dian.90. 2 Hsch. has πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν; and Eust.403.43 explains κῦμα π. as κ. μέλαν, cf. 740.50, 1539.42.
German (Pape)
[Seite 609] fest, seist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, stark, kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse, Il. 9, 124. 266; κῦμα πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge, Od. 5, 388. 23, 235, wofür sonst τρόφι u. τροφόεν κῦμα, auch von sp. D. nachgeahmt. – Auch hier erkl., wie in πηγεσίμαλλος, einige alte Ausleger πηγός durch »schwarz«, Lycophr. dagegen durch »weiß«, weil der Reif, πάγος, weiß sei, daher er 336 πλόκαμος πηγός für »weiße Locke« sagt. Vgl. noch Strat. com. bei Ath. IX, 383 a, wo Einer für »Salz« sagt πηγὸς πάρεστι (s. πήγνυμι), der Andere erwidert πηγός; οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
πηγός: -ή, -όν, (πήγνυμι ΙΙ) εὐπαγής, ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. κῦμα τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν»: καὶ οὕτως ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ ἔννοια τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: πλόκος πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
compact, épais, d’où
1 solide, fort, vigoureux (cheval);
2 gros, énorme (vague).
Étymologie: πήγνυμι.
English (Autenrieth)
(πήγνῦμι): stout, thick, tough, Il. 9.124 ; κῦμα, big wave, Od. 5.388.
Greek Monolingual
και παγός, -ή, -όν, Α
1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.)
2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο
3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός
το αλάτι
5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν
οἱ μἐν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + κατάλ. -ός. Η σημ. «λευκός» και «μέλας» που αποδόθηκε στο επίθ. είναι μτγν. και οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία ομηρικού χωρίου].
Greek Monotonic
πηγός: -ή, -όν (πήγνυμι II), τοποθετημένος καλά μαζί με, συναρμολογημένος, δυνατός, σε Ομήρ. Ιλ.· κύματι πηγῷ, σε δυνατό, μεγάλο κύμα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πηγός: крепкий, сильный, мощный (ἵππος, κῦμα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηγός -ή -όν, Dor. πᾱγός [πήγνυμι] vast, stevig.
Middle Liddell
πήγνυμι II]
well put together, compact, strong, Il.; κύματι πηγῶι on the strong, big wave, Od.