περίφορος

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφορος Medium diacritics: περίφορος Low diacritics: περίφορος Capitals: ΠΕΡΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: períphoros Transliteration B: periphoros Transliteration C: periforos Beta Code: peri/foros

English (LSJ)

ον, A carried about by passing impulse, M.Ant.1.15. II Subst. περίφορος, ἡ, f.l. for περιφορά or περίοδος in Luc.Astr.5.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, = περιφορά, ἡλίου Luc. astrol. 5.

Greek (Liddell-Scott)

περίφορος: ἡ, ἐν Ψευδο-Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 5˙ ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περιφορὰ ἢ περίοδος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
mouvement circulaire, révolution d’un astre.
Étymologie: περιφέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφέρω
αυτός που περιφέρεται, που περιστρέφεται γρήγορα.

Russian (Dvoretsky)

περίφορος:круговое движение, вращение (ἡλίου Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφορος -ου, ἡ [περιφέρω] subst. omwenteling:. ἡ τοῦ ἠελίου περίφορος de omwenteling van de zon Luc. 48.5.