προαποπέμπω

From LSJ
Revision as of 08:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποπέμπω Medium diacritics: προαποπέμπω Low diacritics: προαποπέμπω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: proapopémpō Transliteration B: proapopempō Transliteration C: proapopempo Beta Code: proapope/mpw

English (LSJ)

A send away, dismiss before, D.C.60.34:—Med., X.Cyr.4.2.29:—Pass., Th.3.25.

German (Pape)

[Seite 708] vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαποπέμπω: ἀποπέμπω, ἀπολύω πρότερον, Θουκ. 3. 25, Δίων Κ. 60. 34. ― Μέσ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 29.

French (Bailly abrégé)

renvoyer auparavant, envoyer par avance.
Étymologie: πρό, ἀποπέμπω.

Greek Monolingual

Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῖς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», Ξεν.).

Greek Monotonic

προαποπέμπω: μέλ. -ψω, διώχνω μακριά από πριν, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προᾰποπέμπω: тж. med. высылать заранее или вперед (τὰς γυναῖκας ἐν ταῖς ἁρμαμάξαις Xen.): προαποπεμφθῆναι Thuc. быть высланным вперед.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αποπέμπω vooraf wegsturen.

Middle Liddell

fut. ψω
to send away before, Thuc.:— Mid., Xen.