κνημιαῖος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
α, ον, A of the calf or leg, Hp.Oss.16 (written κνημαῖος Gal.19.112).
German (Pape)
[Seite 1460] = κνημαῖος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κνημιαῖος: -α, -ον, = κνημαῖος, Ἱππ. 279. 19· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 556.
Greek Monolingual
και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῖος και κνημαῖος, -αία, -ον) κνήμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς»).