κραιπνοφόρος

From LSJ
Revision as of 11:28, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπνοφόρος Medium diacritics: κραιπνοφόρος Low diacritics: κραιπνοφόρος Capitals: ΚΡΑΙΠΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kraipnophóros Transliteration B: kraipnophoros Transliteration C: kraipnoforos Beta Code: kraipnofo/ros

English (LSJ)

ον, A swift-bearing, αὖραι ib.132 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοφόρος: -ον, ταχέως φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte ou conduit rapidement.
Étymologie: κραιπνός, φέρω.

Greek Monolingual

κραιπνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κραιπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γρήγορα, αὖραι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνοφόρος: быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.

Middle Liddell

κραιπνο-φόρος, ον φέρω
swift-bearing, αὖραι Aesch.