ἐξάρνησις
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
εως, ἡ, A denial, Pl.R.531b.
German (Pape)
[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.
Greek Monolingual
ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνηση («ἐξάρνησις τοῦ βαπτίσματος», Ειρηναίος).
Greek Monotonic
ἐξάρνησις: -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάρνησις: εως ἡ отрицание, возражение, опровержение Plat.
Middle Liddell
ἐξάρνησις, εως [from ἐξαρνέομαι n
a denying, denial, Plat.