καμινευτής
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = καμινεύς, PPetr.3p.173 (dub., iii B.C.), Luc.Sacr.6. II title of priests at Ostia, IG14.914.
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit βάναυσος καὶ χαλκεὺς καὶ πυρίτης. S. καμινεύς.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ = καμινεύς, Λουκ. π. Θυσιῶν 6· - θηλ. καμινεύτρια, Ἀρισταρχ. εἰς Ὀδ. Σ. 27.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
forgeron, chaudronnier.
Étymologie: καμινεύω.
Greek Monolingual
ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης
αρχ.
επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια της Ιταλίας.
Greek Monotonic
κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ, = καμινεύς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμῑνευτής: οῦ ὁ Luc. = καμινεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμινευτής -οῦ, ὁ [~ κάμινος] smid.
Middle Liddell
κᾰμῑνευτής, οῦ, = καμινεύς, Luc.] [from κᾰμῑνεύω]