ἀπρεπής

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρεπής Medium diacritics: ἀπρεπής Low diacritics: απρεπής Capitals: ΑΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: aprepḗs Transliteration B: aprepēs Transliteration C: aprepis Beta Code: a)preph/s

English (LSJ)

ές,
A unseemly, unbecoming, ἀ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν, Th.3.57,67; ἀ. καὶ ἄσχημον Pl.Lg.788b; μέθη . . φύλαξιν ἀπρεπέστατον Id.R.398e; τὸ . . τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπές Epicr.11.33; τὸ ἀπρεπές = ἀπρέπεια, Th.5.46,6.11. Adv. ἀπρεπῶς, poet. ἀπρεπέως, h.Merc. 272, Pl.Phdr.274b, etc.: Comp. ἀπρεπέστερον Hdn.3.13.1.
II of persons, disreputable, indecent, ἀνδρίον Theoc.5.40.

German (Pape)

[Seite 338] ές, unschicklich, unanständig, ἀπρεπὲς καὶ ἄσχημον Plat. Legg. VII, 788 b; μέθη τοῖς φύλαξιν ἀπρεπέστατον Rep. III, 398 c; πάσχειν THUC. 3, 67; unangemessen, νομίζων οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι 2, 36; u. öfter. – Adv. ἀπρεπῶς, ἀπρεπέως, H. h. Merc. 272.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρεπής: -ές, ἄκοσμος, οὐχὶ εὐπρεπής, ἀναιδής, ἀσχήμων, ἀπ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν Θουκ. 3. 57. 67· ἀπρ. καὶ ἄσχημον Πλάτ. Νόμ. 788Β· ἀλλὰ μὴν μέθη γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον ὁ αὐτ. Πολ. 398Ε· τὸ… τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπὲς Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 33· τὸ ἀπρεπές = ἀπρέπεια Θουκ. 5. 46., 6. 11: - Ἐπίρρ. -πῶς, ποιητ. -πέως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 272, Πλάτ. Φαῖδρ. 274Β, κλτ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, αἰσχρός, μιαρός, ὦ φθονερόν τι καὶ ἀπρεπὲς ἀνδρίον Θεόκρ. 5. 40.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
malséant, inconvenant ; τὸ ἀπρεπές = inconvenance.
Étymologie: , πρέπω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1indecoroso, indigno de abstr. τέλος Isoc.12.83, ἀπρεπές τι πάσχοντες Th.3.67, προσέθεσαν τὰ ἀπρεπέστατα Th.7.68, πρᾶγμα Demetr.Eloc.75, πληγαί PTeb.765.4 (II a.C.), ἡδοναί Ph.1.155, μηρῶν ἐπάλλαξις Plu.2.45d, ἀπρεπῆ ... ταῦτα καὶ ἀλλότρια Luc.DDeor.15.1, ἐβιάζετό τι εἰπεῖν τῶν ἀπρεπῶν Ael.VH 14.19, μαθήματα Amph.Seleuc.81, c. dat. ἀπρεπὲς ἡμῖν δρᾶμα LXX 4Ma.6.17, οὐκ ὄντος ἀπρεποῦς τοῖς ἐπιχωρίοις no siendo considerado indigno por los habitantes I.AI 18.314
de pers. desacreditado, indigno Theoc.5.40, Lib.Eth.18.2, tb. de cosas ἐσθῆτες Artem.2.3 (p.88).
2 inconveniente, inoportuno, inadecuado de abstr. ἐπιζήμια τιθέντα ποιεῖν νόμους ἀπρεπὲς ἅμα καὶ ἄσχημον Pl.Lg.788b, sup. μέθη γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον Pl.R.398e, ἀποκοπή Demetr.Eloc.238
c. πρός y ac. τὴν παραβολὴν ἀπρεπῆ πεποιῆσθαι πρὸς τὴν ἐκείνων δόξαν haberse servido de una comparación inadecuada en relación con su fama Isoc.12.227
c. ἐν y dat. λίθοι ἀπρεπεῖς ἦσαν ἐν τῇ οἰκοδομῇ τοῦ πύργου Herm.Sim.9.4.6
esp. en métr. ἀπρεπὲς (τὸ προκελευσματικόν) γὰρ διὰ τὸ τῶν βραχειῶν πλῆθος Aristid.Quint.47.7
tb. en ret. de un tipo de causa judicial insostenible inapropiado, incongruente Fortunat.Rh.84.4.
3 mús. disonante, inarmónico πρέποντος μέλους καὶ ἀπρεποῦς Phld.Mus.4.23.32, cf. 4.22.15.
II 1subst. τὸ ἀπρεπές = deshonra ἐν μὲν τῷ σφετέρῳ καλῷ, ἐκείνων ἀπρεπεῖ Th.5.46, cf. 6.11.
2 fealdad de un vestido, I.AI 3.158.
3 inoportunidad γίνεται μέντοι τὰ μικρὰ μεγάλα ἕτερον τρόπον, οὐ διὰ τοῦ ἀπρεποῦς Demetr.Eloc.122.
III adv. ἀπρεπῶς, ἀπρεπέως
1 de manera indigna Isoc.14.48.
2 inapropiadamente τὸ δ' ἀπρεπέως ἀγορεύεις h.Merc.272, ἔχειν Pl.Phdr.274b, μετακεῖσθαι Demetr.Eloc.188, cf. Sch.Er.Il.2.795 (p.170)
tb. compar. ἀπρεπέστερον ἢ βασιλεῦσιν ἥρμοζεν más inadecuadamente de lo que correspondía a unos emperadores Hdn.3.13.1.

Greek Monolingual

-ές κ. άπρεπος, -η, -ο (AM ἀπρεπής, -ές) πρέπω
ο μη ευπρεπής, ανάρμοστος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αισχρός, μιαρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρεπές
η απρέπεια.

Greek Monotonic

ἀπρεπής: -ές (πρέπω
I. ανάρμοστος, αναιδής, άκοσμος, αυτός που στερείται ευπρέπειας, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸἀπρεπές = ἀπρέπεια, στον ίδ.· επίρρ. -πῶς, ποιητ. -πέως, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αισχρός, ανυπόληπτος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρεπής: неподобающий, неприличный, непристойный Thuc., Plat., Arst., Theocr.

Middle Liddell

πρέπω
I. unseemly, unbecoming, indecent, indecorous, Thuc., etc.; τὸ ἀπρεπές = ἀπρέπεια, Thuc.:— adv. -πῶς, poet. -πέως,Hhymn., Plat.
II. of persons, disreputable, Theocr.

English (Woodhouse)

improper, unbecoming

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)