ἀριστεύς
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
έως, ὁ, dual ἀριστέοιν S.Aj.1304: (ἄριστος):—used by Hom. mostly in plural ἀριστῆες those who excel in valour, chiefs, Il.2.404, al.; ἄνδρας ἀριστῆας Od.14.218, cf. Hdt.6.81, Alc. Supp.1a.8, Pi.P.9.107, Ant.Lib.2.2, etc.: sg., A.Pers.306; ἀνδρὸς ἀριστέως E.IA28 (lyr.); as an honorary title, CIG2881 (Milet.), IGRom.4.914 (Cibyra).
German (Pape)
[Seite 352] ὁ, der Beste, Nebenform von ἄριστος; meist Bezeichnung der Fürsten, Vornehmen; Hom. ἀριστῆος mehrmals, ἀριστῆα Iliad. 3, 44, ἀριστῆες, ἀριστῆας u. ἀριστήεσσιν mehrmals, ἀριστήων Iliad. 9, 396 Od. 11, 227; μνηστήρων ἀριστῆες Od. 15, 28; ἀριστῆας Δαναῶν Iliad. 17, 245; ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν 1, 227; ἀριστῆες Παναχαιῶν 10, 1; ἀριστήεσσι καὶ βασιλεῦσιν 9, 334; ἀνδρὸς ἀριστῆος 15, 489; ἄνδρας ἀριστῆας Od. 14, 218; καγχαλόωσι φάντες ἀριστῆα πρόμον ἔμμεναι, οὕνεκα καλὸν εἶδος ἔπ'· ἀλλ' οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή Iliad. 3, 44; γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν 2, 404; κούρητας ἀριστῆας Παναχαιῶν 19, 193. – Pind. P. 9, 107 ἀριστῆες ἀνδρῶν; Ἕκτορά τ' ἄλλους τ' ἀριστέας I. 8, 55; Soph. Ai. 1283. Bei Sp. auch in Prosa, die in sittlicher Beziehung Besten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστεύς: έως, ὁ: δυϊκ. ἀριστέοιν Σοφ. Αἴ. 1304 (ἄριστος): - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον πληθυντικῶς, ἀριστῆες, Λατ. optimates, οἱ ἄριστοι, οἱ ἄρχοντες, οἱ ἡγεμόνες, οὕτω παρ’ Ἡρόδ. 6. 81, Πινδ. Π. 9. 188, καὶ Τραγ.· ἀλλ’ ἑνικ. παρ’ Αἰσχύλ. Πέρσ. 306 (Blomf)· ἀνδρὸς ἀριστέως Εὐρ. Ι. Α. 28, ἐπιγρ. Μιλήτου, Συλλ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 288112· πρβλ. Kleemann, Voc. Hom., σ. 9.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui tient le premier rang, chef le plus distingué, particul. le plus brave ; d'ord. au pl. οἱ ἀριστεῖς les grands, les chefs ; dans Homère la suite ou l'entourage des rois.
Étymologie: ἄριστος.
English (Autenrieth)
ῆος (ἄριστος): best man, chief, Il. 3.44 ; ἀνδρὸς ἀριστῆος, Il. 15.489; usually pl., ἀριστῆες, Il. 2.404, etc.
English (Slater)
ᾰριστεύς noble, chief τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.107) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (I. 8.55)
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
en plu. los más valientes o distinguidos ἄνδρες Od.14.218, cf. Il.5.206, c. gen. γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν Il.2.404, op. οἱ τύραννοι Philostr.VS 481, M.Ant.4.48, op. θεοί Plu.2.156f
•gener. los mejores Hdt.6.81, Pi.P.9.107, Ant.Lib.2.2, Pamprepius 4.29
•en sg. el más valiente ἀνδρὸς ἀριστέως E.IA 28
•como tít. honorario IGR 4.914.15 (Cibira I d.C.), IGBulg.12.150.3 (Odesos), IG 22.3733.15 (Atenas II d.C.).
-έως, ὁ
encargado de organizar los banquetes en las fiestas, como cargo público Didyma 84.13 (II d.C.).
• Etimología: Cf. ἄριστον.
Greek Monolingual
ἀριστεύς, ο (AM) αριστεύω
μσν.
ο πρώτος στην ανδρεία, το παλληκάρι
αρχ.
1. ο άριστος, ο διακεκριμένος, ο πρώτος
2. συν. στον πληθ. οἱ ἀριστεῑς
οι άριστοι, οι ηγέτες, οι αρχηγοί.
Greek Monotonic
ἀριστεύς: -έως, ὁ, δυϊκ. ἀριστέοιν (ἄριστος), άριστος, ο καλύτερος άνθρωπος, χρησιμ. από Όμηρ. κυρίως σε Επικ. πληθ. ἀριστῆες, οι άριστοι ή ευγενείς, άρχοντες, ηγεμόνες· ομοίως, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστεύς: II ὁ знатный гражданин, pl. знать Hom.
έως, эп.-ион. ῆος (ᾰ) adj. m лучший, знатнейший, славнейший, доблестный (ἀριστῆες Ἀχαιῶν Hom. и ἀνδρῶν Pind., Aesch.; στρατηγός Plut.).
Middle Liddell
ἄριστος
the best man: used by Hom. mostly in epic pl. ἀριστῆες, the best or noblest, chiefs, princes; so Hdt., etc.