δυσκολία

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκολία Medium diacritics: δυσκολία Low diacritics: δυσκολία Capitals: ΔΥΣΚΟΛΙΑ
Transliteration A: dyskolía Transliteration B: dyskolia Transliteration C: dyskolia Beta Code: duskoli/a

English (LSJ)

ἡ, A discontent, peevishness, Ar.V.106, Pl.R.411c. II of things, difficulty, δ. ἔχειν D.5.1, Arist.Pol.1281a14, etc.; πλείους παρέχειν δυσκολίας ib.1263a11; δ. ὀνομάτων J.AJ2.7.4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ref. a pers. mal humor, mal carácter ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga e.e., la condena en el tribunal, Ar.V.106, cf. 883, ἀθυμία καὶ δ. καὶ μανία X.Mem.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.Ti.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.R.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.Lg.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.Tim.44
descontento δ. τῶν πολλῶν descontento popular Pl.Lg.757e, cf. LXX Ib.34.30
mala actitud ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Arist.Top.160b11.
2 ref. a cosas o abstr. dificultad τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.Pol.1281a11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δ. dificultad en torno al estrecho ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.Bel.56.44, cf. I.AI 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29
en sent. fís. molestia καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, ἔκλυσις καὶ δυσκολία Gal. en Orib.7.23.12.

German (Pape)

[Seite 683] ἡ, Unzufriedenheit, Verdrießlichkeit; Ar. Vesp. 106; Plat. Tim. 87 a; καὶ αὐθάδεια, das mürrische Wesen, Rep. IX, 590 a; vgl. Xen. Mem. 3, 12, 6; δυσκολίαν ἔχειν, Schwierigkeit haben, Dem. 5, 1; Arist. Polit. 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκολία: ἡ, δυσαρέσκεια, δυστροπία, «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυσκολία, δυσχέρεια, δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, αὐτόθι 2. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
humeur difficile ou morose.
Étymologie: δύσκολος.

Greek Monolingual

και δυσκολιά, η (AM δυσκολία)
1. δυστροπία, παραξενιά
2. δυσχέρεια («δυσκολίες της ζωής»)
3. εμπόδιο, κώλυμαπάει στα κάστρα χωρίς νά 'βρη δυσκολία», Σολωμ.)
νεοελλ.
βάσανο, στενοχώρια («τσ' δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.).

Greek Monotonic

δυσκολία: ἡ (δύσκολος),
I. δυσαρέσκεια, δυστροπία, παραξενιά, οξυθυμία, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, δυσχέρεια, δυσκολία (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκολία:
1) недовольство, дурное настроение Arph., Plat.;
2) придирчивость, брюзгливость Plat., Arst.;
3) затруднение, трудность (δυσκολίας παρέχειν Arst.; πράγματα δυσκολίας ἔχοντα Plut.).

Middle Liddell

δυσκολία, ἡ, δύσκολος
I. discontent, peevishness, Ar., Plat.
II. of things, difficulty, Dem.

English (Woodhouse)

crabbedness, moroseness, perversity, bad temper, ill-humor, ill-humour, ill-temper

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)