γεννικός
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ή, όν, = γενναῖος, noble, Ar.Eq.457 (Sup.), Pl.Phdr.279a (Comp.); γ. καὶ κοσμία γύναι Men. Georg.42; of things, λεπαστή Antiph.45; δεῖπνον Alciphr.3.5. Adv. -ῶς Ar.Lys.1070, Antiph. 192, Luc.Somn.7, Max. Tyr.31.1; vigorously, drastically, of the action of medicines, Gal.11.864, al.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. noble de conducta y temperamento γεννικὸν λέγεις τὸν ἄνδρα Pl.Tht.144d, ἦθος Pl.Phdr.279a, γ. καὶ κοσμία γύναι noble y honrada mujer Men.Georg.42, cf. Luc.Cont.14, neutr. compar. como adv. γεννικώτερον ἔδοξεν ἀντιβῆναι M.Ant.7.66
•gallardo, resuelto οὐ μενῶ γ.; X.Eph.1.4.2, c. inf. δρᾶσαι para la acción X.Eph.5.3.1.
2 de cosas excelente, espléndido ὦ γεννικώτατον κρέας en uso cóm. ref. al morcillero, Ar.Eq.457, ἀκροκώλιον Eub.6.9, εὐωχίαι Eub.35, δεῖπνον γ. un espléndido banquete Alciphr.3.2.2, reforzado c. ac. de rel. γεννικῇ τὸ μέγεθος κοίλῃ λεπαστῇ Antiph.47
•subst. τὸ γ. nobleza Sch.S.Ai.485P.
II adv. -ῶς
1 noble, resueltamente, con gallardía χωρεῖν ἄντικρυς Ar.Lys.1070, θρέψεσθαι Luc.Somn.7, cf. Max.Tyr.25.1.
2 espléndida, abundantemente en el banquete παρασκευάζεται πλευράν Antiph.190.4, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 483] = γενναῖος, bes. übertr., edel, Plat. Theaet. 144 d; ἦθος γεννικώτερον Phaedr. 279 a; trefflich, ὦ γεννικώτατον κρέας Ar. Equ. 457; εὐωχίαι Eub. Ath. VIII, 347 d.
Greek (Liddell-Scott)
γεννικός: -ή, -όν, = γενναῖος, εὐγενής, γενναῖος, γενναιόφρων, ἐξαίρετος, Λατ. generosus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 457, Πλάτ. Φαίδρ. 279Α.― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀριστοφ. Λυσ. 1071.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
noble, généreux.
Étymologie: γέννα.
Greek Monolingual
γεννικός, -ή, -όν (Α) γέννα
1. ο γενναίος, αυτός που έχει ευγενικό ήθος
2. (για πράγματα) ο εξαιρετικής ποιότητας.
Greek Monotonic
γεννικός: -ή, -όν = γενναῖος, ευγενής, αριστοκράτης, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γεννικός:
1) благородный (ἦθος Plat.);
2) отличный, могучий (κρέας Arph.).