βαρύθυμος

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύθῡμος Medium diacritics: βαρύθυμος Low diacritics: βαρύθυμος Capitals: ΒΑΡΥΘΥΜΟΣ
Transliteration A: barýthymos Transliteration B: barythymos Transliteration C: varythymos Beta Code: baru/qumos

English (LSJ)

ον, heavy in spirit, indignant, sullen, irritated, discontented, sad, ὀργή E.Med.176, cf. Call.Cer.81, etc.; opp. ὀξύθυμος, Plu.2.13e: Sup., Phld.Ir.p.64 W. Adv. βαρυθύμως = with irritation, ἔχειν Alciphr. 2.3; rejected by Poll.3.99.

Spanish (DGE)

(βᾰρύθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ρῠ-]
I 1severo, implacable de la cólera ὀργὴ β. cólera que abruma el corazón E.Med.176, de la audacia θράσος βαρύθυμον LXX 3Ma.6.20
de pers. enfadado, colérico νύμφα Διὸς βαρύθυμε ¡oh irritada esposa de Zeus! Call.Del.215, φύσει εἶναι β. ser colérico por naturaleza Charito 2.7.2, δύσζηλος καὶ β. γυνή mujer irascible y colérica Plu.Alex.9, μᾶλλον γὰρ ... ὀξύθυμον εἶναι δεῖ τὸν πατέρα ἢ βαρύθυμον conviene más que el padre sea de genio irritable que severo Plu.2.13d, φύσει β. εἶναι (Παρύσατις) Plu.Art.6, cf. compar., Phld.Ir.30.34, de anim. βαρύθυμον ... τὸ ζῳόν ἐστι (ὀνοκένταυρα) Ael.NA 17.9.
2 apenado, abatido γυνά Call.Cer.80
neutr. subst. τὸ βαρύθυμον = melancolía, dolor, IEphesos 11A.30 (II d.C.), Poll.3.99.
II adv. βαρυθύμως = abatidamente ἔχειν β. Alciphr.4.18.14, Poll.3.99.

German (Pape)

[Seite 434] mißmüthig, sowohl niedergeschlagen, traurig, als zornig; ὀργή Eur. Med. 176; Call. Del. 215; H. h. Cer. 81; in Prosa, Plut. Alex. 9 u. öfter. – Adv. βαρυθύμως, Alciphr. 2, 3. ·

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύθῡμος: -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, κατηφής, Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. 3. 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irrité, mécontent.
Étymologie: βαρύς, θυμός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαρύθυμος, -ον)
αυτός που δεν αλλάζει εύκολα διάθεση
νεοελλ.
1. σκυθρωπός, περίλυπος
2. οργισμένος.

Greek Monotonic

βᾰρύθῡμος: -ον, κατηφής, σκυθρωπός, άκεφος, αγανακτισμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύθῡμος:
1) раздраженный, негодующий, гневный Eur., Plut.;
2) раздражительный, угрюмый (φύσει Plut.).

Middle Liddell


heavy in spirit: indignant, sullen, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύθυμος -ον βαρύς, θυμός zwaarmoedig; zwaar ontstemd, geïrriteerd, geërgerd.