μυριάς

From LSJ
Revision as of 09:29, 18 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάς Medium diacritics: μυριάς Low diacritics: μυριάς Capitals: ΜΥΡΙΑΣ
Transliteration A: myriás Transliteration B: myrias Transliteration C: myrias Beta Code: muria/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, Att. gen. pl. A μυριαδῶν Hdn. Gr.1.428:—number of 10,000, myriad, Simon.91, Hdt.2.30, Archim. Aren.3.2, etc.; μ. πρώτη 10,000 and μ. δευτέρα 10,000 times 10,000, Dioph.5.8: freq. of countless numbers, E.Ph.830 (lyr.), etc.; μυριάδες ἐτῶν Phld.Piet.93; of money (sc. δραχμῶν), Ar.Eq.829 (anap.), Plu. Cat.Mi.44; of corn (sc. μεδίμνων), Hdt.3.91, D.20.32; also (sc. ἀρταβῶν), POxy.1259.4 (iii A. D.). II as adjective, φύστις μ. ἀνδρῶν A.Pers.927 (lyr.: sed leg. ταρφύς τις μ.) ; μ. πόλεις E.Rh.913 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 219] άδος, ἡ, unzählbare, große Menge; Aesch. Pers. 891; Eur. Rhes. 913; μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων, Bacch. 744; μυριάδες ἀναρίθμητοι, Plat. Legg. 804 e. – Gew. eine Zahl von zehntausend, daher δέκα μυριάδες = 100000. – Bei Her. 3, 91 ist μεδίμνων zu ergänzen.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάς: -άδος, ἡ, Ἀττ. γεν. πληθ. μυριαδῶν (Χοιροβ. 2. 458)· - ἀριθμὸς 10,000, Ἡρόδ. 2. 30, Σιμων. 150, κτλ.· - συχνάκις ἀορίστως ἐπὶ ἀναριθμήτων ποσῶν, Εὐρ. Φοίν. 830, κτλ.· - ὁσάκις δὲ τά: μυριάς, μυριάδες κεῖνται ἀπολύτως ἐπὶ χρηματικῶν ποσῶν, δέον νὰ ἐξυπακούηται ἡ γεν. πληθ. δραχμῶν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλουτ. Κάτ. Νεωτέρ. 44· ὁσάκις δὲ ἐπὶ σίτου, ἡ γεν. μεδίμνων, ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 91, Δημ. 467. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ταρφύς τις μυριὰς ἀνδρῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 927· μυριάδες πόλεις Εὐρ. Ρῆσ. 913.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 nombre de 10 000, myriade ; particul. quantité de 10 000 médimnes ou drachmes;
2 nombre infini, foule innombrable.
Étymologie: μυρίος.

English (Strong)

from μύριοι; a ten-thousand; by extension, a "myriad" or indefinite number: ten thousand.

English (Thayer)

μυριαδος, ἡ (μυρίος) (from Herodotus down), the Sept. for רְבָבָה and רִבּו;
a. ten thousand: ἀργύριον, 3at the end).
b. plural with the genitive equivalent to an innumerable multitude, an unlimited number (like our myriads), the Latin sexcenti, German Tausend): st); L T δισμυριάδες, which see); used simply, of innumerable hosts of angels: G L Tr put a comma after μυριάσιν); Daniel 7:10.

Greek Monolingual

μυριάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μυριάδα.

Greek Monotonic

μῡριάς: -άδος, ἡ,
I. ο αριθμός των 10.000, μυριάδα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αόριστα, για αναρίθμητα νούμερα, ποσά, σε Ευρ.· όταν τα μυριάς, μυριάδες χρησιμ. απολ. για δήλωση χρηματικού ποσού, το δραχμῶν πρέπει να υπονοείται, σε Αριστοφ.· όταν λέγεται για σιτηρά, πρέπει να εννοείται το μεδίμνων.
II. επίθ., ο αποτελούμενος από 10.000, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριάς: άδος (ᾰδ) ἡ
1) мириада, десять тысяч (μ. ἀνθρώπων Her.): σίτου δυοκαίδεκα μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. сто двадцать тысяч медимнов хлеба;
2) (несметное), множество (μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.).
άδος adj. f бесчисленная, несметная (φύστις Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.).

Middle Liddell

μῡριάς, άδος,
I. a number of 10, 000, a myriad, Hdt., etc.; indefinitely of countless numbers, Eur.:—when μυριάς, μυριάδες are used absol. of money, δραχμῶν must be supplied, Ar.; when of corn, μεδίμνων, Dem.
II. adj. consisting of 10, 000, Aesch., Eur.

Chinese

原文音譯:mur⋯aj 祕里阿士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:一萬
字義溯源:一萬,萬,成萬的,千萬,千,巨大數目,無數的;源自(μύριοι / μυρίος)*=幾萬,意即眾多)
出現次數:總共(9);路(1);徒(2);來(1);猶(1);啓(4)
譯字彙編
1) 萬(6) 徒19:19; 徒21:20; 啓5:11; 啓5:11; 啓9:16; 啓9:16;
2) 千萬(1) 猶1:14;
3) 成萬的(1) 來12:22;
4) 千(1) 路12:1

English (Woodhouse)

any indefinitely large number, indefinitely large number, ten thousand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)