πολύπλοκος

From LSJ
Revision as of 17:12, 18 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλοκος Medium diacritics: πολύπλοκος Low diacritics: πολύπλοκος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: polýplokos Transliteration B: polyplokos Transliteration C: polyplokos Beta Code: polu/plokos

English (LSJ)

ον, (πλέκω) A tangled, σπεῖραι E.Med.481; καμπαί, of the labyrinth, Trag.Adesp.34; of the brain, with many convolutions, Erasistr. ap. Gal.5.603, cf. Gal.UP8.13. 2 metaph., tangled, complex, θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον Pl.Phdr.230a; πολυπλοκωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις X.Lac.11.5; μέτρα μολπᾶς Simm.26.20; πεσσῶν μορφαί E.IA197 (lyr.). Adv. πολυπλόκως = in complicated manner, manifold D.H.Th.54: neut. as adverb, φωνὴ πολύπλοκον ἠχοῦσα cj. in Thphr.Sign.40. b of the octopus, crafty, Thgn.215; of persons and thoughts, subtle, acute, tortuous, οὔπω… ἤκουσα πολυπλοκωτέρας γυναικός Ar.Th.435 (lyr.); π. νόημα ib.463 (lyr.); πολύπλοκοι μεθόδων παραλογισμοί LXXEs.8(16).13; ὑπόδοξοι καὶ π. Phld.D.1.16; π. ἔννοιαι Luc. DMort.10.8, cf. Eun.Hist.p.218 D. (Comp.). c complex, φύσις, opp. ἁπλῆ, Herm.in Phdr.p.186A.

German (Pape)

[Seite 669] viel od. sehr verflochten; σπεῖραι, Eur. Med. 481; πεσσῶν μορφαί, I. A. 197; Τυφῶνος πολυπλοκώτερον, Plat. Phaedr. 230 a, ränkevoll, verschlagen, wie Ar. γυνή, Thesm. 434; νόημα, 463; Sp., wie Plut. u. Luc., der auch den compar. hat, πολυπλοκώτερα κάρηνα, Amor. 2; πολυπλοκωτάτη τάξις, d. i. sehr schwierig, Xen. Lac. 11, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλοκος: -ον, (πλέκω) ὁ πολὺ πεπλεγμένος, πολὺ συνεστραμμένος, ἐπὶ τῆς σπείρας δράκοντος, Εὐρ. Μήδ. 481· ἐπὶ τοῦ πολύποδος, πουλύπου ὀργὴν ἔσχε πολυπλόκου Θέογν. 215· πρβλ. πολύτροπος. 2) μεταφ., ὁ πολὺ συστρεφόμενος, περίπλοκος, συμπεπλεγμένος, θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, ἔνθα ἴδε Stallb.· πολυπλοκωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις Ξεν. Λακ. 11, 5· μέτρα μολπᾶς Ἀνθ. Π. 15. 27· περὶ τῆς τύχης ἐν τῷ παιγνιδίῳ τῶν πεσσῶν Εὐρ. Ι. Α. 167. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 54. β) ἐπὶ προσώπων καὶ νοημάτων, οὐπώποτε... ἤκουσα πολυπλοκωτέρας γυναικὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 435· π. νόημα αὐτόθι 463· ἔννοιαι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux replis, enroulé, entortillé ; p. suite
1 très compliqué;
2 rusé, fourbe;
Cp. πολυπλοκώτερος, Sp. πολυπλοκώτατος.
Étymologie: πολύς, πλέκω.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπλοκος, -ον, ΝΜΑ
1. πολυσύνθετος, περίπλοκος
2. πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος
3. (για πρόσωπα και νοήματα) δόλιος, πανούργος (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ.
β. «πολύπλοκον νόημα», Αριστοφ.
γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)
αρχ.
1. (για τη σπείρα δράκου ή για χταπόδι) πολύ πλεγμένος, συνεστραμμένος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολύπλοκον
πολύ μπερδεμένα, συγκεχυμένα.
επίρρ...
πολύπλοκα / πολυπλόκως, ΝΜΑ
με τρόπο πολύπλοκο, πολύ μπερδεμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. ετερό-πλοκος].

Greek Monotonic

πολύπλοκος: -ον (πλέκω),
1. πολύ μπερδεμένος, εξαιρετικά συνεστραμμένος, λέγεται για το κουλούριασμα των ερπετών, σε Ευρ.· λέγεται για τον πολύποδα, αυτός που έχει μπλεγμένα και συνεστραμμένα πόδια, σε Θέογν.
2. μεταφ., συνεστραμμένος, περίπλοκος, πολύπλοκος, σε Ευρ., Ξεν., Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπλοκος -ον [πολύς, πλέκω] dicht verstrengeld, met veel verstrengelingen:; σπείραις... πολυπλόκοις met dicht verstrengelde windingen Eur. Med. 481; ingewikkeld:; πεσσῶν ἡδομένους μορφαῖσι πολυπλόκοις plezier belevend aan de ingewikkelde figuren van het pessos-spel Eur. IA 197; overdr.. οὔπω... ἤκουσα πολυπλοκωτέρας γυναικός ik heb nog nooit een gewiekstere vrouw gehoord Aristoph. Th. 434.

Russian (Dvoretsky)

πολύπλοκος:
1) извитой, изгибающийся, клубящийся (σπεῖραι, sc. τοῦ δράκοντος Eur.);
2) запутанный, сложный (πεσσῶν μορφαί Eur.; ἡ Λακωνικὴ τάξις Xen.; φοραί Plut.);
3) лукавый, хитрый (γυνή Arph.; ἔννοιαι Luc.).

Middle Liddell

πολύπλοκος, ον, πλέκω
1. much-tangled, thick-wreathed, of a serpent's coils, Eur.; of the polypus, with tangled, twisting arms, Theogn.
2. metaph. much-twisting, complex, intricate, Eur., Xen., Anth.

English (Woodhouse)

abstruse, complicated, labyrinthine, twisted, having many coils, wreathed, of many folds

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Armenian: խճճված, բարդ; Bulgarian: сложен, съставен; Catalan: complex; Chinese Cantonese: 繁複, 繁复; Mandarin: 繁複, 繁复; Dutch: complex, ingewikkeld; Finnish: monimutkainen, monitahoinen, kompleksinen; French: complexe; Galician: complexo; Georgian: რთული, კომპლექსური, ჩახლართული; German: kompliziert; Greek: πολύπλοκος, περίπλοκος; Ancient Greek: πολύπλοκος; Haitian Creole: konplèks; Hebrew: מורכב‎; Italian: complesso; Japanese: 入り込んだ, 難解な; Kurdish Northern Kurdish: aloz; Latin: complicatus, involutus; Manx: cramp; Maori: matatini, pīroiroi, whīwhiwhi; Occitan: complèx; Old English: maniġfeald; Polish: skomplikowany, złożony; Portuguese: complexo; Romanian: complex; Russian: сложный, составной; Scottish Gaelic: co-thoinnte, eadar-fhighte, eadar-fhillte; Spanish: complicado, complejo; Swedish: komplex; Tagalog: mahugnay; Telugu: సంక్లిష్టమైన; Thai: ซับซ้อน; Ukrainian: складний