συνεκλάμπω
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
shine forth together, Plu.2.627c, Longin.44.3.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich heraus- od. hervorleuchten, Plut. fac. orb. lun. 5.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλάμπω: ἐκλάμπω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 672D, Λογγῖν. 44. 3.
French (Bailly abrégé)
briller avec.
Étymologie: σύν, ἐκλάμπω.
Greek Monolingual
ΜΑ
αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»].
Russian (Dvoretsky)
συνεκλάμπω: одновременно вспыхивать, вместе светиться (ἡ θάλαττα ταῖς φλοξὶ συνεκλάμπει Plut.).