φιλοζέφυρος
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ον, loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].
Greek Monotonic
φῐλοζέφῠρος: -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοζέφῠρος: любящий дуновения зефира (λειμῶνες Anth.).