φρενομόρως
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
German (Pape)
[Seite 1304] νοσεῖν, am Geiste krank, wahnsinnig sein, Soph. Ai. 615.
Greek (Liddell-Scott)
φρενομόρως: Ἐπίρρ. (μόρος), εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει νοσοῦντα φρενομόρως, Σοφ. Αἴ. 626· τοῦτο πρέπει νὰ σημαίνῃ: νοσοῦντα ἐκ μανίας· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ σημασία δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ὑπάρχουσα ἐν τῷ ἐπιρρ. φρενομόρως, τῶν ἐκδοτῶν τις μετέβαλεν αὐτὸ εἰς φρενομώρως ― παρὰ τὸ μέτρον· ὁ Meineke προτείνει φρενοβόρως, ὁ δὲ Jebb διατηρεῖ τὴν γραφὴν τῶν ἀντιγράφων.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec l'esprit en délire.
Étymologie: φρήν, μόρος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) φρ. «νοσοῦντα φρενομόρως»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -μόρως (< -μορος < μόρος «μερίδιο, πεπρωμένο, μοίρα»), πρβλ. ὑπερ-μόρως].
Greek Monotonic
φρενομόρως: επίρρ. (μόρος), έτσι ώστε να καταστρέφει το μυαλό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φρενομόρως: в помешательстве: φ. νοσῶν Soph. душевнобольной.