ἀναμοχλεύω

From LSJ
Revision as of 12:13, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμοχλεύω Medium diacritics: ἀναμοχλεύω Low diacritics: αναμοχλεύω Capitals: ΑΝΑΜΟΧΛΕΥΩ
Transliteration A: anamochleúō Transliteration B: anamochleuō Transliteration C: anamochleyo Beta Code: a)namoxleu/w

English (LSJ)

raise by a lever, ἀ. πύλας force open the gates, E.Med. 1317; τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4: metaph. of dislocated limbs, Gal.18 (1).403.

Spanish (DGE)

1 apalancar, levantar con una palanca τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4
arrancar de raíz τὸν σὸν νεοφύτιον SB 7995.25 (III a.C.), (τοὺς πόδας) ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον LXX 4Ma.10.5, cf. Hsch.s.u. ἀνοχλίζων.
2 abrir, desatrancar πύλας E.Med.1317, τὰ καθ' ᾅδου Epiph.Const.Haer.77.29
fig. τὸν νοῦν Cyr.Al.M.73.428C
de articulaciones dislocadas reducir Gal.18(1).403.
3 fig. ἀ. λόγους pronunciar palabras Gr.Naz.M.38.147A.

German (Pape)

[Seite 198] mit dem Hebel aufbrechen, πύλας Eur. Med. 1317; emporheben, ῄσσαν Luc. Cont. 4; Verborgenes gewaltsam an's Licht ziehen, Heliod.

French (Bailly abrégé)

forcer (une porte) avec un levier.
Étymologie: ἀνά, μοχλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμοχλεύω: κινῶ ἢ ἐγείρω διὰ μοχλοῦ, βιάζω, ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, ὥστε ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί ταῦτα κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ.

Greek Monolingual

ἀναμοχλεύω)
ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό
νεοελλ.
εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω
αρχ.
1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια
2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μοχλεύω < μοχλός.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναμόχλευση (-ις)].

Greek Monotonic

ἀναμοχλεύω: μέλ. -σω, ανυψώνω με μοχλό, ανακινώ βίαια, πύλας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμοχλεύω:
1) взламывать с помощью лома (πύλας Eur.);
2) срывать с основ, опрокидывать (τὴν Ὄσσαν Luc.).

Middle Liddell


to raise by a lever, to force open, πύλας Eur.