ἀποκομιδή
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ἡ, A carrying away, Plb.24.6.3. II (from Pass.) getting away or back, return, Th.1.137.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 vuelta, retorno ἐν ἐπικινδύνῳ πάλιν ἡ ἀ. ἐγίγνετο Th.1.137, cf. D.C.51.13.5.
2 envío αὐτῶν (τὰ πλοῖα) Plb.24.6.3, οἴνου POxy.1947.2 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 308] ἡ, 1) die Zurückkunft, Thuc. 1, 137. – 2) das Fortführen, Abfahrt, πλοίων Pol. 25, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκομῐδή: ἡ, ἀποκόμισις, μεταφορά, Πολύβ. 25. 7, 3. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπιστροφὴ ἐπάνοδος, Θουκ. 1. 137.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 transport au loin, exportation;
2 retour.
Étymologie: ἀποκομίζω.
Greek Monolingual
ἀποκομιδή, η (Α) αποκομίζω
1. αποκόμιση, μεταφορά
2. επιστροφή, επάνοδος.
Greek Monotonic
ἀποκομῐδή: ἡ (ἀποκομίζομαι), αποκόμιση, μεταφορά, επιστροφή, επανάκτηση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκομῐδή: ἡ
1) возвращение Thuc.;
2) увод, увоз (πλοίων Polyb.).