ὀτρυντύς

From LSJ
Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρυντύς Medium diacritics: ὀτρυντύς Low diacritics: οτρυντύς Capitals: ΟΤΡΥΝΤΥΣ
Transliteration A: otryntýs Transliteration B: otryntys Transliteration C: otryntys Beta Code: o)truntu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, a cheering on, exhortation, Il.19.234,235, Antim.91. [ῡς, ῠος.]

German (Pape)

[Seite 405] ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ὄτρυνσις (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), «παρακέλευσις, προτροπὴ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Τ. 234, 235, [ῡς, ῠος.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
action de pousser, excitation.
Étymologie: ὀτρύνω.

English (Autenrieth)

ύος (ὀτρύνω): encouragement. (Il.)

Greek Monolingual

ὀτρυντύς, -ύος, ἡ (Α)
παρότρυνση, παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπήμηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τύς (πρβλ. ορχησ-τύς)].

Greek Monotonic

ὀτρυντύς: [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ, παρότρυνση, προτροπή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀτρυντύς: (τῡ), ύος (ῠ) ἡ указание, приказ: ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος Hom. ожидая приказа.

Middle Liddell

a cheering on, exhortation, Il.