ὁμοφυλία

From LSJ
Revision as of 08:30, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοφῡλία Medium diacritics: ὁμοφυλία Low diacritics: ομοφυλία Capitals: ΟΜΟΦΥΛΙΑ
Transliteration A: homophylía Transliteration B: homophylia Transliteration C: omofylia Beta Code: o(mofuli/a

English (LSJ)

ἡ, sameness of race or sameness of tribe, Str.1.2.34, Plu.2.975f.

German (Pape)

[Seite 342] ἡ, Gleichheit des Stammes, Verwandtschaft des Volkes; Strab. 1, 2, 34, Plut. sol. an. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοφῡλία: ἡ, ταυτότης φυλῆς ἢ γένους, Στράβ. 41, Πλούτ. 2. 975Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
identité de race, de nation.
Étymologie: ὁμόφυλος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁμοφυλία) ομόφυλος
ταυτότητα ή ομοιότητα της φυλής ή του γένους, συγγένεια («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων ἔθνος καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει κατά τε τὴν διάλεκτον...», Στράβ.)
νεοελλ.
1. ομάδα φυλών ή εθνών που συγγενεύουν μεταξύ τους («ιαπετική ομοφυλία»)
2. τάξη ομοειδών πραγμάτων που έχουν κοινή καταγωγή ή προέλευση («ρωμανική γλωσσική ομοφυλία» — οι νεώτερες γλώσσες που προήλθαν από τη Λατινική, οι λατινογενείς γλώσσες).

Greek Monotonic

ὁμοφῡλία: ἡ, ταυτότητα ως προς τη φυλή ή το γένος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοφῡλία:племенное родство, общность происхождения, рода или породы (ὁ. καὶ συνοιαίτησις Plut.).

Middle Liddell

ὁμοφῡλία, ἡ,
sameness of race or tribe, Strab. [from ὁμόφῡλος]