καταρτισμός

From LSJ
Revision as of 11:11, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρτισμός Medium diacritics: καταρτισμός Low diacritics: καταρτισμός Capitals: ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katartismós Transliteration B: katartismos Transliteration C: katartismos Beta Code: katartismo/s

English (LSJ)

ὁ, A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12. II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.). III furnishing, preparation, αὐλῆς PTeb.33.12 (ii B.C.); ἱματίον PRyl. 127.28 (i A.D.). IV training, discipline, τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12.

German (Pape)

[Seite 1376] ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

καταρτισμός: ὁ, ἐπανόρθωσις σχέσεων, ἀποκατάστασις, διαλλαγή, Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, ἀρθρεμβόλησις, ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai.

English (Strong)

from καταρτίζω; complete furnishing (objectively): perfecting.

English (Thayer)

καταρτισμου, ὁ, equivalent to κατάρτισις, which see: τίνος εἰς τί, Galen, others.))

Greek Monolingual

ο (AM καταρτισμός) καταρτίζω
1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευήκαταρτισμός λόχου»)
2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ)
αρχ.
1. επανόρθωση
2. η επαναφορά εξαρθρωμένου μέλους
3. η εδραίωση, η στερέωση
4. η διευθέτηση, ο διακανονισμός.

Russian (Dvoretsky)

καταρτισμός: ὁ NT = κατάρτισις 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρτισμός, ὁ [καταρτίζω] voorbereiding:. τῶν ἁγίων van de heiligen NT Eph. 4.12.

Chinese

原文音譯:katartismÒj 卡特-阿而提士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-裝備(著)
字義溯源:完全的供應,成全,裝備,設備;源自(καταρτίζω)=徹底完成);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄρτιος)=完備的)組成;其中 (ἄρτιος)出自(ἄρτι)=現在),而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)
同源字:1) (ἄρτιος)新到的,完備的 2) (καταρτίζω)徹底完成 3) (καταρτισμός)完全的供應
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 成全(1) 弗4:12