περίνοια

From LSJ
Revision as of 08:04, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνοια Medium diacritics: περίνοια Low diacritics: περίνοια Capitals: ΠΕΡΙΝΟΙΑ
Transliteration A: perínoia Transliteration B: perinoia Transliteration C: perinoia Beta Code: peri/noia

English (LSJ)

ἡ, A thoughtfulness, quick comprehension, τινος Pl.Ax.370c: abs., Philostr.VS2.4.2, Luc.Zeux.2; ἐν περινοίᾳ γεγονέναι = to have comprehended, Gal.18(1).331. 2 deliberation, ἐν περινοίᾳ τοῦ μεταστήσοντος αὑτὸν ἦν J.AJ18.6.2. II overwiseness, over-wiseness, Th.3.43; subtlety, λογικὴ περίνοια Simp.in Ph.1205.28. III disdain, contempt, Aristid.1.141 J. (v.l.), Lib.Or.12.48, Phot., Suid. IV sharp practice, fraud, περίνοια καὶ ἀπάτη Just.Nov.7.12, cf. Cod.Just.1.3.41.5.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Überlegung, Einsicht, Kenntniß; καὶ γνῶσις, Plat. Ax. 370 a; Sp.; Überklugheit, Thuc. 3, 43; Phot. erkl. ὑπερηφανία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 compréhension, intelligence;
2 en mauv. part finesse, habileté.
Étymologie: περινοέω.

Greek (Liddell-Scott)

περίνοια: ἡ, σύνεσις, δεξιότης, εὐφυΐα, τινος Πλάτ. Ἀξίοχ. 370Α· ἀπολ., Φιλόστρ. 569, Λουκ. Ζεῦξις 2. ΙΙ. ὑπερβολικὴ σύνεσις, Θουκ. 3. 43. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, Ἀριστείδ. 1. 141, Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ περίνους
1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῦ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.)
2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῦ προφανοῦς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.)
3. απάτη, τέχνασμα
αρχ.
1. σύνεση, ευφυΐα («περίνοιαν καὶ γνῶσιν», Πλάτ.)
2. συζήτηση, ανταλλαγή σκέψεων
3. υπερηφάνεια.

Greek Monotonic

περίνοια: ἡ, ευφυία, οξυδέρκεια, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίνοια -ας, ἡ [περινοέω] begrip, intelligentie. overmaat aan scherpzinnigheid. Thuc. 3.43.3.

Russian (Dvoretsky)

περίνοια:
1) проницательность, вдумчивость (π. καὶ γνῶσις Plat.);
2) pl. настороженность, недоверчивость, подозрительность Thuc.

Middle Liddell

περίνοια, ἡ, [from περινοέω
quick intelligence: overwiseness, Thuc.

English (Woodhouse)

excessive cleverness, oversharpness, over-sharpness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)