Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθολόγος

From LSJ
Revision as of 22:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Sophocles, Antigone, 781

German (Pape)

[Seite 45] Steine lesend, sammelnd, die zum Bau tauglich sind, Maurer, neben τέκτονες Thuc. 6, 44 genannt, wie Xen. Hell. 4, 4, 18. 8, 10; vgl. Plat. Legg. IX, 858 b X, 902 e; Tim. lex. Plat. erkl. οἰκοδόμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui assemble ou choisit des pierres ; maçon.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

λῐθολόγος: ὁ, (λέγω Β) ὁ συλλέγων λίθους πρὸς οἰκοδομήν, ὁ οἰκοδομῶν διὰ λίθων ἐκλεχθέντων οὕτως, ὥστε ἕκαστος νὰ ἐφαρμόζηται εἰς τὴν θέσιν του, οὐχὶ πεπελεκημένος εἰς σχῆμα τετράγωνον (πρβλ. ἐπὶ πᾶσι λογὰς 2), καὶ οὕτω καθόλου = λιθοδόμος, κτίστης, Πλάτ. Νόμ. 858Β· λιθολόγοι καὶ τέκτονες, κτίσται καὶ ξυλουργοί, Θουκ. 6. 44, πρβλ. 7. 43, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

ο (Α λιθολόγος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με τη λιθολογία
αρχ.
1. αυτός που συγκεντρώνει λίθους για οικοδόμηση και τους εφαρμόζει χωρίς να είναι πελεκημένοι σε τετράγωνο σχήμα
2. κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λόγος (< λέγω), πρβλ. βιολόγος, κεραμολόγος.

Greek Monotonic

λῐθολόγος: ὁ (λέγω Β), αυτός που οικοδομεί με πέτρες διαλεγμένες, έτσι ώστε η καθεμιά να εφαρμόζει ακριβώς στη θέση της, με πέτρες όχι κομμένες σε σχήμα τετραγώνου· έπειτα, γενικά, λιθοδόμος, κτίστης, σε Θουκ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθολόγος: ὁ [λεγω II] каменщик (λιθολόγοι καὶ τέκτονες Thuc.).

Middle Liddell

λῐθο-λόγος, ὁ, [λέγω2]
one who builds with stones picked out to fit their places, not cut square; then, generally = λιθοδόμος, a mason, Thuc., etc.