μονάς
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
Ion. μουνάς (AP9.482 (Agath.)), άδος, ἡ, special fem. of μόνος, A solitary, ἐρημία E.Ba.609 (troch.); αἰών Id.Ph.1520 (lyr.); of a woman, alone, by oneself, Id.Andr.855 (lyr.): as masc., of a man, A. Pers.734 (troch.). II as substantive μονάς, ἡ, unit, Pl.Phd.101c, 105c, Arist.Metaph.1089b35, etc.; monad, Procl.Inst.64, in Alc.p.51 C. (pl.), Dam.Pr.199, al.: in Pythag. philosophy, to denote fire, Plu.Num. 11. 2 Ion., = οἴνη, ace on a die, Poll.7.204. 3 as a measure of length, = δάκτυλος, Hero *Geom.4.2; εἰς μονάδας ἀγαγεῖν reduce to units (of weight, here drachmae), Ph.Bel.51.24; διεξασμένη κατὰ μονάδας, of alum, Dsc.5.106.
German (Pape)
[Seite 201] άδος, als adj. = μόνος, μονάδα δὲ Ξέρξην, ἔρημον, Aesch. Pers. 720; μονάδ' ἔχουσ' ἐρημίαν, Eur. Bacch. 609, vgl. Andr. 855; ἀρχαί, Plut. fac. orb. lun. 12. άδος, ἡ, die Einheit; μονάδος δεῖν μετασχεῖν, ὃ ἂν μέλλῃ ἓν ἔσεσθαι Plat. Phaed. 101 e, öfter; Plut. u. a. Sp.; auch das Einfache, Untheilbare, weil es nicht aus mehreren Theilen zusammengesetzt ist. – Das As oder die Eins auf den Würfeln, Poll. 7, 204. 9, 95. – Als Längenmaaß = δάκτυλος, Heron.
French (Bailly abrégé)
άδος
1 adj. (ὁ, ἡ) seul, solitaire, isolé;
2 subst.ἡ μονάς, l'unité.
Étymologie: μόνος.
Greek (Liddell-Scott)
μονάς: Ἰων. μουνὰς (Ἀνθ. Π. 9. 482), -άδος, ἡ, ἴδιον θηλ. τοῦ μόνος, μόνη, μοναχή, μεμονωμένη, ἐρημία Εὐρ. Βάκχ. 609· αἰὼν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1520· ― ἐπὶ γυναικός, μόνη κατάμονος, ὁ αὐτ’ ἐν Ἀνδρ. 854· ὡσαύτως ὡς ἀρσεν. ἐπὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 734· πρβλ. λογάς. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μονάς, ἡ, Πλάτ. Φαίδων 101C, 105C, κλ., πρβλ. μονάζω ΙΙ· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ἐσήμαινε τὸ πῦρ, Πλουτ. Νουμ. 11· ― ἡ μ. ἐν τριάδι, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8921. 2) τὸ μέρος τοῦ κύβου τὸ ἔχον ἓν στίγμα, Πολυδ. Ζ΄, 204. 3) ὡς μέτρον μήκους = δάκτυλος, Ἥρων.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μονάς, -άδος)
βλ. μονάδα.
Greek Monotonic
μονάς: Ιων. μουνάς, -άδος, ιδιαίτερος τύπος θηλ. του μόνος, μόνη, μοναχική, σε Ευρ.·
I. ως αρσ. λέγεται για άνδρα, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., μονάς, ἡ, μονάδα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μονάς:
I ион. μουνάς, άδος adj.
1) одинокий (ἐρημία Eur.);
2) покинутый, брошенный (Ξέρξης Aesch.).
άδος ἡ
1) мат. единица (ἡ μ. ἐλάχιστον ἐν τοῖς ἀριθμοῖς Arst.);
2) филос. монада, простая сущность (δεῖ μονάδος μετασχεῖν, ὃ ἂν μέλλῃ ἓν ἔσεσθαι Plat.).
Middle Liddell
μονάς, Ionic μουνάς, άδος, special fem. of μόνος
I. alone, solitary, Eur.; as masc. of a man, Aesch.
II. as substantive, μονάς, άδος, a unit, Plat.