πολύδοξος

From LSJ
Revision as of 08:23, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδοξος Medium diacritics: πολύδοξος Low diacritics: πολύδοξος Capitals: ΠΟΛΥΔΟΞΟΣ
Transliteration A: polýdoxos Transliteration B: polydoxos Transliteration C: polydoksos Beta Code: polu/docos

English (LSJ)

ον, A having various opinions, Stob.2.7.4a. II famous, BCH21.599 (Delph., iv B.C.), Timo44; διδαχαί IG14.2124.

German (Pape)

[Seite 662] vielerlei Meinungen habend, Stob. ecl. 2 p. 82; – weit berühmt, Ep. ad. 744 (App. 217).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux pensées ou aux opinions variées;
2 très illustre.
Étymologie: πολύς, δόξα.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδοξος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. λίαν πεφημισμένος, περίφημος, πολυδόξαστος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες
2. περίφημος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ορθό-δοξος].

Greek Monotonic

πολύδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει διάφορες γνώμες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύδοξος: весьма славный, прославленный, знаменитый Diog. L.

Middle Liddell

πολύ-δοξος, ον, δόξα
having various opinions, Anth.